«Με βρήκε η ποίηση»
Τριήμερη αργία, κι ίσως εν μέρει να ξεπλυθώ απ’ την επικαιρότητα κι εν μέρει να επιστρέψω σε κάτι αλλιώς δικό μου άνοιξα τις κουρτίνες να κόψω κίνηση «Πίσω από τζάμια θολά». Αυτός είναι ο τίτλος του δεύτερου βιβλίου του Δημήτρη Καταλειφού. Με τον πεζό λόγο μπορεί να ξεμπερδεύεις πιο εύκολα. Σου αρέσει; Πέφτεις με τα μούτρα. Δεν σου λέει τίποτα; Σε καμιά δεκαριά σελίδες το παρατάς στο ράφι.
Στην ποίηση είναι σκούρα τα πράγματα. Και να σου αρέσει δεν γίνεται να το διαβάσεις μια φορά και τέλος. Αλλωστε προσωπικά θέλω χρόνο πολύ να περιμένω μέχρι να φτάσει ο ήχος μέσα μου, να τριφτεί μια λέξη με τη ζωή, να τσαλακωθεί το νόημα με το μέτρο, να ξεχαστεί μια φράση και να επανέλθει ξαναγεννημένη εκεί που δεν το περιμένεις. Να ανάψει ένας στίχος από μόνος του για να φωτίσει τη σκοτεινή στιγμή.
Ετσι από παλιά αφήνω κάπου κοντά μου το βιβλίο, ρίχνω μια ματιά, το ξαναφήνω, το ξεχνάω, το θυμάμαι, το παρατάω μέχρι που έρχεται η στιγμή του και σε φωνάζει μόνο του να πας κοντά του. Αν το αξίζει «σε βρίσκει η ποίηση» που λέει κι ο Πατρίκιος.
(Πώς θυμήθηκα τώρα στις Μηλιές, πριν χρόνια και χρόνια, στο σπίτι της Ξένιας, ο Τίτος, η Ρένα κι εγώ να κοιτάμε εκστατικοί μια χούφτα ανθάκια άγρια muguet – εμείς τα λέμε καμπανούλες αλλά στο χωριό «δάκρυα της Παναγίας». Γέμισε το σπίτι το άρωμά τους).
Ετσι και με το βιβλίο του Δημήτρη, με το που άκουσα θα έρθει αύριο στο θέατρο σαν να με φώναξαν, με κάλεσαν τα ποιήματά του. Ηρθε η ώρα τους, χτύπησαν το τσόφλι από μέσα με το άγουρο το τρυφερό και λιλιπούτειο ράμφος του νεογνού και βγήκαν να ανασάνουν στις χούφτες μου.
Πώς αποκτήσανε νόημα οι λέξεις, πώς ήχησε στ’ αφτιά μου το μυστικό τους, πώς έγινε το μέτρο μουσική και τι είναι αυτό που έτρεξε σαν μέλι στο μαύρο της ζωής. Τι παρηγοριά ν’ ακούς για τη μικρότητά σου. «Και το τίποτα είναι κάτι» και πώς αλλάζει το τοπίο απ’ τη στιγμή που το κατοικεί «Μια νεράιδα γερασμένη στο Παγκράτι». Και τι δύναμη πρέπει να έχει ο στίχος που ενώ σου επιβάλλεται με το «Ξύπνησα στη σιωπή ματαιωμένος» εσύ να διαβάζεις κάτω απ’ το «ματαιωμένος» το «ματωμένος». Λίγες φορές το έχω ζήσει. Και πως άλλες φορές βουρκώνουν οι λέξεις χωρίς να ξεπέφτουν στο μελό:
«Αυτά τα δύο σύννεφα
Φιλιούνται παθιασμένα
……..
Τα σύννεφα αποχωρίζονται…
…ίσως βρέξει δάκρυα».
Ξέρω θα μου πεις, έτσι όπως σταχυολογώ φράσεις είναι σαν το ποίημα να το διαμελίζω. Μπορεί αλλά αν το κάνω είναι για να ξαναστήσω τα μέλη του σε άλλο χώρο και χρόνο με σκοπό να τα αναστήσω σε άλλη διάσταση. Της καρδιάς μου. συγχώρα με Δημήτρη δεν έχω άλλο τρόπο να σ’ αγκαλιάσω. Και δεν θέλω κι εγώ να αρθρώσω μαζί σου το «Μόλις σκότωσα ένα ποίημα».
Βλέπεις, εσύ το λες
«Η μέρα στάζει θλίψη
Από βρύση που δεν κλείνει».
Απ’ την άλλη θέλω να παρηγορήσω αυτό το παιδί που οδηγεί το αίσθημα «…και με ό,τι έχει μείνει από χέρια γράφει στίχους», που «Μασάει την καθημερινότητα
Σαν τσίχλα,
Οπου μέσα ευελπιστεί να βρει
– όπως γινότανε παλιά –
Το μαγικό χαρτάκι:
Νόημα»…
Σ’ αυτό το ταξίδι δωματίου μπορεί να μην είμαι δίπλα σου ωστόσο…
«…ωστόσο στέκω ακόμα
Πίσω από τζάμια θολά
Και κόβω κίνηση».
Χαιρετώ.