«Το 2100 η Ελλάδα θα έχει λιγότερο πληθυσμό από το 1950»
Λόγω των πληθυσμιακών αλλαγών θα πρέπει να επανεξετάσουμε το μοντέλο της οικονομικής μας ανάπτυξης, δηλώνει στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Σούμπου Σαμπραμάνιαν, καθηγητής Υγείας και Γεωγραφίας του Πληθυσμού στη Σχολή Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος συμμετέχει σήμερα (Δευτέρα) στο 1ο Συνέδριο για τη Δυναμική του Πληθυσμού που οργανώνει το Κέντρο ΟΟΣΑ στην Κρήτη σε συνεργασία με το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών.
Ποιες είναι οι κυριότερες τάσεις στην εξέλιξη του πληθυσμού;
Πρώτον, συνεχίζεται η επέκταση της μακροζωίας. Η αύξηση στο προσδόκιμο ζωής αποτελεί μια μεγάλη αλλαγή που έχουμε δει τα τελευταία 100 χρόνια και συμβαίνει στις περισσότερες χώρες. Δεύτερον, έχουμε μείωση της γονιμότητας. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα συνέβαινε στις ανεπτυγμένες χώρες με σταθερό ρυθμό, μάλιστα στις δεκαετίες ’50 και ’60 το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης είχε σταθεροποιηθεί σε αυτό που ονομάζουμε επίπεδο αντικατάστασης. Ομως, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, η μείωση της γονιμότητας συνέβη πολύ γρήγορα, συνέβη με δραματικό τρόπο. Με την επέκταση της εκπαίδευσης και ούτω καθεξής οι γυναίκες έχουν μικρότερο χρονικό «παράθυρο» για να κάνουν παιδιά, ενώ υπάρχει μια άλλη κοινωνική αλλαγή που αφορά την προσδοκία γύρω από τον γάμο.
Πρέπει να ανησυχούμε για τις εξελίξεις αυτές;
Δεν νομίζω ότι πρέπει να ανησυχούμε, γιατί αν δεν το περιμέναμε θα ήμασταν κοντόφθαλμοι ή απλώς χαζοί. Αυτό που προκαλεί ανησυχία είναι ότι πρέπει να επανεξετάσουμε το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο βασίζεται στην κατανάλωση, στο ότι αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων, επομένως είναι μεγαλύτερες η παραγωγή και η κατανάλωση. Ομως, προσαρμοστήκαμε από τότε που ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν ένα δισεκατομμύριο μέχρι σήμερα που είναι οκτώ δισεκατομμύρια. Αν συρρικνωθούμε στα έξι δισ., είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρουμε. Κανείς δεν ρωτούσε το 1990 αν είμαστε λίγοι. Αλλά η αντίληψη που έχουμε για την ευημερία καθιστά το ζήτημα σοβαρό. Θα πρέπει να επανεξετάσουμε το μοντέλο ανάπτυξής μας και να προσαρμόσουμε τους οικονομικούς μας θεσμούς.
Υπάρχει ομοιομορφία στον τρόπο εξέλιξης του πληθυσμού μεταξύ των κρατών ή βλέπετε διαφορές;
Διαφορετικές χώρες βρίσκονται σε διαφορετική φάση. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, είχε το 1950 πληθυσμό κάπου 7,5-8 εκατομμύρια. Πριν από περίπου 10 χρόνια έφτασε στα 11 εκατομμύρια, τώρα είναι περίπου 10 εκατομμύρια. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΗΕ, το 2100 η Ελλάδα θα έχει λιγότερο πληθυσμό από ό,τι το 1950. Σε αυτή την κατάσταση φαίνεται να βρίσκεται και η Ευρώπη, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια ομοιόμορφη παγκόσμια εικόνα. Κάθε χώρα έχει το δικό της αφήγημα. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να διαπιστώσουμε τι είδους θεσμούς χρειάζονται για τη διαχείριση της κατάστασης. Αυτό θα έχει επιπτώσεις σε αυτό που βλέπουμε ως μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης που προωθούνται από το ΔΝΤ. Πρέπει να συνδέσουμε το φαινόμενο της πληθυσμιακής δυναμικής με το φαινόμενο της οικονομικής ανάπτυξης και τα αφηγήματα των χωρών πρέπει να γίνουν περισσότερο εθνικιστικά παρά παγκόσμια ή περιφερειακά.
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίζουμε καλύτερα τη γήρανση του πληθυσμού;
Πρώτον, εκτός από το να υπάρχει μεγαλύτερη εστίαση στα άτομα άνω των 65 ετών, τα οποία συνήθως δεν συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό, θα πρέπει να εστιάσουμε και στους νέους. Ο πληθυσμός των νέων πρέπει να είναι εξίσου μέρος της συζήτησης για τη γήρανση. Για διάφορους λόγους, όπως είναι η οικονομική παραγωγικότητα. Θα πρέπει να κάνουμε επενδύσεις για τους νέους, να επικεντρωθούμε στις πολιτικές για τον νεότερο πληθυσμό με τρόπο που να γίνεται διαχείριση ολόκληρου του πληθυσμού αντί να δίνουμε έμφαση απλώς στον πληθυσμό μεγαλύτερης ηλικίας. Γίνεται μεγάλη συζήτηση για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, μήπως όμως πρέπει απλώς να καταργήσουμε την ηλικία συνταξιοδότησης; Ειδικά στην Ευρώπη και σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο πληθυσμός των νέων μειώνεται, δεν χρειάζεται να «ανοίξουν» θέσεις εργασίας μέσω της συνταξιοδότησης των μεγαλύτερων εργαζομένων. Δεύτερον, για τον πληθυσμό μεγαλύτερης ηλικίας θα πρέπει να δούμε πώς μπορεί να καθυστερήσει η παροχή περίθαλψης και να είναι αναγκαία παρά μόνο προς το τέλος της ζωής τους. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να καθυστερήσουμε την πρώιμη εμφάνιση ορισμένων χρόνιων ασθενειών, εστιάζοντας περισσότερο στην υγεία των ανθρώπων, στις ηλικίες ίσως μεταξύ 40-60 ετών, όπου ξεκινά συνήθως η εμφάνιση ορισμένων ασθενειών, με την προώθηση περισσότερων πολιτικών στον χώρο της εργασίας, ώστε να διασφαλίζουμε ότι θα παραμείνουν πιο υγιείς σε μεγαλύτερη ηλικία, αντί να εστιάζουμε απλώς στο τι συμβαίνει μετά την ηλικία των 65 ετών. Τρίτον, καθώς δεν έχουμε ζήσει τόσο πολύ, δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει στην πραγματικότητα στους υπερηλίκους. Ισως θα έπρεπε να εξετάσουμε μέρος του πληθυσμού των εκατοντάχρονων, και στην Ελλάδα, για να δούμε πώς θα πρέπει να εστιάσουμε σε αυτούς, πώς είναι η ψυχική τους υγεία. Παράλληλα, καθώς ο νεότερος πληθυσμός δεν θα έχει την αίσθηση της εργασίας μέχρι τα 65, θα πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός αντιμετώπισης της μετάβασης στη νέα κατάσταση.
Πώς μπορούν να συμβάλουν η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη στην αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού;
Υπάρχουν δύο πτυχές, αφενός στο επίπεδο των πληροφοριών που μπορούμε να λαμβάνουμε μέσω της τεχνολογίας και αφετέρου στο επίπεδο της βιοτεχνολογίας και της ρομποτικής. Η τελευταία θα έχει ρόλο στον τομέα της υγείας, καθώς τα ρομπότ μπορεί να διευκολύνουν την παροχή φροντίδας με πολλούς τρόπους. Επίσης με τη γενετική θα μπορούσαμε να αφαιρέσουμε πολλές αναπηρίες, αυξάνοντας ενδεχομένως το παραγωγικό κομμάτι της ζωής μας. Ομως, υπάρχει ένας άγνωστος παράγοντας, που έχει να κάνει με το κόστος, οπότε μπορεί να μην αφορά συνολικά τον πληθυσμό, αλλά να υπάρχει κατακερματισμός. Είναι κρίσιμο, καθώς τα πράγματα συμβαίνουν γρήγορα και δυσκολεύει ο εκ των προτέρων καθορισμός μηχανισμών διακυβέρνησης.
Υπάρχει και η συζήτηση για το πόσο απαραίτητη είναι η μετανάστευση.
Η μετανάστευση είναι ένα σημαντικό στοιχείο, πρέπει να βρίσκεται στο μείγμα αντιμετώπισης της συρρίκνωσης του πληθυσμού. Είναι διαδικασία που αφορά κάθε χώρα ξεχωριστά και στηρίζεται σε διμερείς συμφωνίες. Αν η Ελλάδα, για παράδειγμα, αποφασίσει ότι χρειάζεται έναν επιπλέον αριθμό εργαζομένων, βάσει ανάλυσης θα απευθυνθεί σε συγκεκριμένη χώρα. Αντί για μόνιμη μετανάστευση μπορεί η έλευση να περιορίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ενώ στην Ελλάδα ο πληθυσμός θα μειώνεται πηγαίνοντας προς το μέγεθος της δεκαετίας του 1950, θα προστίθενται άνθρωποι αλλού, οπότε δεν θα υπάρχει έλλειψη ανθρώπων.