Γιώργος Κοκώνης: «Ο Τσιτσάνης είναι ο Ντιουκ Ελινγκτον του λαϊκού»
Να ξεκινήσω από την πρόσφατη τιμητική εκδήλωση για το δημοτικό μας τραγούδι και τον Κλοντ Φοριέλ στη Σορβόννη όπου ήσασταν ομιλητής. Ποιο το απόσταγμα της νεότερης έρευνας;
Φοβάμαι πως δεν θα ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση αισιόδοξα. Δυστυχώς όλο και λιγότεροι ερευνητές ασχολούνται με το δημοτικό τραγούδι, είτε με τη φιλολογική του διάσταση, όπως ο Φοριέλ, είτε με την πολιτισμική, που συμπεριλαμβάνει και τη μουσική του. Οι παλιότερες γενιές των ακαδημαϊκών, από τους οποίους οι τελευταίοι συνταξιοδοτήθηκαν πρόσφατα, ακολουθούσαν την προσέγγιση του γάλλου φιλολόγου. Θα ξεχωρίσω τον Αλέξη Πολίτη φυσικά, αλλά και τον Παντελή Μπουκάλα, παρότι κινείται έξω από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Λίγοι είναι πια οι νεότεροι που ασχολούνται με αυτό. Κόντρα στη μόδα, πέρυσι τέτοια εποχή το περιοδικό «Χάρτης» δημοσίευσε ένα αφιέρωμα στο δημοτικό τραγούδι που επιμελήθηκε ο Μπουκάλας, ο οποίος με το πείσμα που τον διακρίνει κατάφερε να συλλέξει έναν ικανό αριθμό κειμένων. Φέτος, η πρωτοβουλία της εκδήλωσης στο Παρίσι, στην οποία συμμετείχε βιντεοσκοπημένος και ο Αλέξης Πολίτης, με αφορμή τα 200 χρόνια από την ιστορική έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Φοριέλ, κατάφερε να γεμίσει ένα από τα ιστορικά αμφιθέατρα της Σορβόννης. Αρα υπάρχει ευρύτερα ενδιαφέρον, αλλά για την ώρα στον ακαδημαϊκό κόσμο αυτό δεν εκδηλώνεται. Αν πρέπει πάντως να αποτιμήσουμε τη συνεισφορά του Φοριέλ, που υλοποιείται το 1824 μέσα στη φόρτιση του φιλελληνικού ακτιβισμού, δίχως υπερβολή είναι υποδειγματική για τη φιλολογική της ποιότητα ακόμα και σήμερα. Φυσικά μιλάμε αποκλειστικά για κείμενα. Τα πολιτισμικά συμφραζόμενα, η μουσική και ο χορός, απουσιάζουν από το κάδρο, όχι σκόπιμα, αλλά λόγω των εγγενών περιορισμών του τρόπου της συλλογής.
Σας χρωστάμε την απενοχοποίηση ενός πιο λαϊκοδημοτικού είδους. Προσφάτως αναφερθήκατε στην απώλεια του κιθαρίστα Κώστα Σούκα. Τι καταργεί τους παλαιότερους διαχωρισμούς;
Δεν είμαι σίγουρος πως στο ακαδημαϊκό πλαίσιο έχουμε απαλλαγεί από τους διαχωρισμούς και τις προκαταλήψεις. Το θέμα αυτό είναι πολύ μεγάλο και σχετίζεται διαχρονικά με την κατανόηση του λαϊκού, και ακόμα ευρύτερα με τους μηχανισμούς που επηρεάζουν τη νεοελληνική ενσυνειδησία. Το προσπερνώ λοιπόν προς το παρόν και θα περιοριστώ να εκφράσω την άποψή μου με αφορμή το παράδειγμα του Κώστα Σούκα. Οι διαχωρισμοί στους οποίους αναφέρεστε προκύπτουν ανάλογα με την αφετηρία των αναγνώσεων, από τα «έξω» ή από τα «πάνω», αλλά γίνονται δυσδιάκριτοι όταν η συζήτηση μεταφερθεί στο αισθητικό πεδίο. Ο Κώστας Σούκας, για παράδειγμα, ήταν ένας μεγάλος δεξιοτέχνης, από αυτούς που διαμόρφωσαν τον μεταπολεμικό ήχο, και αποτέλεσε πρότυπο για γενιές κιθαριστών. Το γεγονός όμως πως έπαιζε δημοτικά με ηλεκτρική κιθάρα τον έθεσε αυτομάτως στο περιθώριο. Οι λαϊκοδημοτικές συνθέσεις που έγραψε μπορεί να απαξιώνονται εκ προοιμίου ως είδος, αν τις αναλύσετε όμως έχουν πολλές αρετές, γι’ αυτό και ξεχώρισαν στον κόσμο των πανηγυριών της επαρχίας και των νυχτερινών κέντρων της Αθήνας.
Μοιράζεστε μεταξύ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Ωδείου Αθηνών πάνω στην Αστική Λαϊκή Μουσική. Θεωρείτε πως συγκροτεί αυτόνομο πεδίο έρευνας;
Ναι, νομίζω πως αυτό είναι πλέον δεδομένο. Αρκεί να δει κανείς τον αριθμό των εργασιών, πτυχιακών, μεταπτυχιακών, ακόμα και διδακτορικών, που έχουν εκπονηθεί στα πέντε Τμήματα Μουσικών Σπουδών (με τις περισσότερες στην Αρτα). Από τις αρχές του 2000, που ξεκίνησε το Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, πολλοί νέοι μουσικοί και μουσικολόγοι εξειδικεύτηκαν σε αυτόν τον τομέα. Αλλά και με όρους αγοράς είναι εντυπωσιακή η αύξηση των οργανοποιών, πολλοί από τους οποίους μάλιστα επενδύουν όχι μόνο στην κατασκευή μπουζουκιών, αλλά και λαϊκής κιθάρας. Ο Δημήτρης Μυστακίδης έπαιξε μεγάλο ρόλο σε αυτό και κυρίως η μπάντα που δημιούργησε μέσα στο Τμήμα. Το Ωδείο Αθηνών έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα στρατηγική σχετικά: επιδιώκει να πλαισιώσει το αντικείμενο με τρόπο δημιουργικό, χωρίς να περιορίζεται στην απλή διδασκαλία της τεχνικής των οργάνων, με δράσεις που να προσεγγίζουν ολιστικά την κουλτούρα του αστικού λαϊκού.
Με μια παρέα ερευνητών υπερασπίζεστε μια ανοικτότητα στην καταγραφή του παραδοσιακού.
Η φιλοσοφία του Τμήματος στην Αρτα βασίστηκε στην έρευνα, μελέτη και διδασκαλία των λαϊκών μουσικών παραδόσεων χωρίς εθνοκεντρισμούς. Ζούμε σε έναν τόπο που ανέκαθεν υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών, με ανθρώπους, ιδέες και αγαθά σε διαρκή κίνηση. Το πολιτισμικό συμπαγές που απαιτούσαν τα έθνη κράτη έφερε τις λαϊκές μουσικές να προσδιορίζονται από κάποιο ταυτοτικό πρόσημο, με βαρύνουσα σημασία για τον εθνικό χάρτη. Αλλοεθνείς, αλλόγλωσσες και αλλόθρησκες πολιτισμικές εκφράσεις δεν είχαν θέση στη φαντασιακή συγκρότηση μιας παράδοσης που αυτοπροσδιορίζεται με αξίες όπως το «γνήσιο» και το «αυθεντικό». Και αυτές οι πολιτισμικές εκφράσεις δεν είναι οι μόνες που θυσιάζονται: όλος ο λαϊκός εξπρεσιονισμός, η μεταφυσική και οι υπαρξιακές του εντάσεις απονευρώνονται μέσα στη φαντασίωση αυτή, σαν ένα ασβεστωμένο μωσαϊκό με αδρανοποιημένες τις δυναμικές του ψηφίδες.
Προσφάτως, δε, παρουσιάσατε με τους φοιτητές συνεργάτες σας μια νέα βάση δεδομένων πάνω στο έργο του Τσιτσάνη.
Οι απαρχές του αστικού λαϊκού έχουν ταυτιστεί, δικαίως, με τον Βαμβακάρη, όμως ο Τσιτσάνης έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του. Ο μετασχηματισμός είναι πολλαπλός, και στο επίπεδο της στιχοποιίας, και στο επίπεδο της τεχνικής, και στην εν γένει αισθητική. Αν κάνουμε έναν παραλληλισμό με την τζαζ, θα λέγαμε πως ο Βαμβακάρης μοιάζει με τον Λούις Αρμστρονγκ, ενώ ο Τσιτσάνης είναι ο Ντιουκ Ελινγκτον του λαϊκού. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα που δημιουργήσαμε, στο πλαίσιο ενός ερευνητικού έργου, είναι μια βάση δεδομένων με άξονα τη δισκογραφία του Τσιτσάνη, η οποία όμως υπερβαίνει κατά πολύ έναν συνηθισμένο κατάλογο. Η ομάδα μας (οι μουσικολόγοι Ν. Ορδουλίδης, Γ. Ευαγγέλου και Σπ. Κούνας, καθώς και ο Ν. Διονυσόπουλος που ελέγχει συγχρόνως και το μουσικολογικό και το τεχνολογικό διακύβευμα), σε συνεργασία με την εταιρεία Altsol, την οποία στελεχώνουν έμπειροι μηχανικοί πληροφορικής, αλλά και ο βιβλιοθηκονόμος Παντελής Μπράτης εκκινούν από τη βασική εργογραφία για να δημιουργήσουν στην ουσία μια ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια. Τα νέα τεχνολογικά μέσα αξιοποιούνται εδώ ώστε να δώσουν τη δυνατότητα, μέσω της διασύνδεσης της πληροφορίας, να περιηγηθεί κανείς όλες τις πτυχές του θέματος: είτε τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα (τραγουδιστές, οργανοπαίκτες κ.λπ.), είτε τους τόπους και τους φορείς που εμπλέκονται, είτε ακόμη τα μουσικολογικά χαρακτηριστικά (δρόμοι, αρμονία, ρυθμός, ενορχήστρωση κ.λπ.). Πολύ σημαντική είναι η συνεισφορά του Αρχείου Παναγιώτη Κουνάδη, που παραχώρησε γενναιόδωρα το τεκμηριωτικό υλικό. Καθώς η πλατφόρμα αυτή καθίσταται λειτουργική, ανοίγονται δυνατότητες ώστε να ενσωματωθούν στο μέλλον και άλλοι συνθέτες του λαϊκού αλλά και του δημοτικού. Ενα ανοιχτό εργαλείο που δίνει πρόσβαση στην καρδιά των ηχογραφημάτων των λαϊκών μουσικών παραδόσεων θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα εξυπηρετήσει όχι μόνο όσους σπουδάζουν το αντικείμενο, αλλά και το ευρύ κοινό.