Η ευθύνη των τραπεζών
Και αν είναι τόσο μεγάλη και ανεξέλεγκτη η δράση των ελληνικών τραπεζών που οδηγεί σε «υπερκέρδη», γιατί δεν έρχονται ξένες τράπεζες στη χώρα μας; Να κερδίσουν και αυτές αυτά που «υπερκερδίζουν» οι δικές μας στις πλάτες μας; Μας αρέσουν οι υπερβολές. Και οι κυβερνήσεις αρέσκονται να τις εκμεταλλεύονται επικοινωνιακά. Γιατί μη μου πείτε ότι άλλαξε κάτι από πέρυσι ή και πρόπερσι στο θέμα των προμηθειών ή ξαφνικά αποφάσισαν αυτές τις μέρες να τις αυξήσουν. Σας διαβεβαιώ ότι δεν υπήρξε καμία αλλαγή που να δικαιολογεί τη σφοδρότητα με την οποία χειρίζεται επικοινωνιακά το θέμα η κυβέρνηση. Το ίδιο χρέωναν τις συναλλαγές. Το ίδιο, λίγο – πολύ, τις χρεώνουν και τώρα. Αλλωστε είναι επίσης γνωστό ότι εδώ και καιρό (από το καλοκαίρι) προετοιμάζεται το πλαίσιο της παρέμβασης που θα ανακοινώσει την Κυριακή ο Πρωθυπουργός, καθώς πλέον οι συνθήκες είναι ώριμες για κάτι τέτοιο. Οι τράπεζες πατούν καλύτερα στα πόδια τους, δεν εξαρτάται η κερδοφορία τους από τις προμήθειες. Επίσης είναι εμφανές ότι χρειάζεται η κυβέρνηση μια «νίκη» στο μέτωπο του κόστους ζωής.
Χωρίς αμφιβολία τα προβλήματα με τις πρακτικές τους είναι υπαρκτά και μεγάλα. Υψηλές προμήθειες, μικρό ρίσκο στις δανειοδοτήσεις, μεγάλη διαφορά στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων και βέβαια απουσία οποιασδήποτε πελατοκεντρικής προσέγγισης, ειδικά εάν αυτή γίνεται εκ του σύνεγγυς. Για άλλα ευθύνονται οι ίδιες, για άλλα φταίνε οι αποφάσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Αλλά μην τρελαθούμε, ο κλάδος δεν εξελίχτηκε ξαφνικά σε κάποιο επιχειρηματικό παράδεισο.
Καλό επίσης να θυμόμαστε από πού ερχόμαστε. Το 2019, όταν εξελέγη η παρούσα κυβέρνηση, όπως μου θύμισε χτες ο παραιτηθείς εξαιρετικός οικονομολόγος και με εξίσου καλή μνήμη Αλέξης Πατέλης, οι τράπεζες λειτουργούσαν υπό καθεστώς κεφαλαιακών περιορισμών (ήρθησαν τον Σεπτέμβριο του 2019). Προσπαθούσαν ακόμα να πατήσουν στα πόδια τους. Κάθε χρόνο ήταν υποχρεωμένες να μειώνουν το προσωπικό, να κλείνουν καταστήματα, να πωλούν θυγατρικές. Βρίσκονταν σε φάση υποχρεωτικής συρρίκνωσης, βάσει των αποφάσεων για την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση του 2016. Δεν ήταν ακόμα κανονικές τράπεζες. Οι προμήθειες ήταν μια λύση (κακή) για να σταθούν στα πόδια τους. Αυτήν είχαν διαθέσιμη. Αυτές οι εποχές όμως πέρασαν. Οι τράπεζες άρχισαν να έχουν κέρδη από αμιγείς τραπεζικές εργασίες. Εκεί εδράζεται και η μεγαλύτερη ευθύνη των διοικήσεων των τραπεζών, οι οποίες δεν αντιλήφθηκαν πρώτες αυτή την αλλαγή, ώστε να παρέμβουν πριν γίνουν θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Πριν πάρει θέση στη συζήτηση ο λαϊκισμός. Και ας αποτελούν τα έσοδα από προμήθειες συναλλαγών μόλις το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων από προμήθειες. Δηλαδή λιγότερο από το 10% των συνολικών εσόδων τους.
Πλέον θα αντιμετωπίσουν τη βάσανο της κομματικής αντιπαράθεσης όλο το Σαββατοκύριακο, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Θα μπορούσαν όλο αυτό να το αποφύγουν, αν με δική τους πρωτοβουλία θυσίαζαν ένα μόνο μικρό μέρος των εσόδων τους προκειμένου να κάνουν πιο προσιτές κάποιες συναλλαγές και να βάλουν τέλος στην γκρίνια.