Добавить новость
ru24.net
World News
Декабрь
2024
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31

«Ο Καζαντζίδης με έβαλε στο ελληνικό τραγούδι»

0
Ta Nea 

«Ξέρεις, αυτό είναι θεατρικό στέκι» είναι το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος ενώ καθόμασταν σε ένα από τα τραπέζια στον εξωτερικό χώρο του εστιατορίου Codice Blu στο Κολωνάκι, όπου είχαμε δώσει ραντεβού για γεύμα το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου στις 15.00. «Ξέρω ότι είναι πέρασμα» του απάντησα και πράγματι, τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να πατήσω το rec στο μηχάνημα ηχογράφησης, ο φίλος και καλός συνάδελφος Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος πέρασε δίπλα μας και κάθισε στην παρέα για ένα τσιγάρο, έναν εσπρέσο, λίγη ευχάριστη κουβέντα. Θα περνούσαν μερικά ακόμα λεπτά και ο Τσεμπερόπουλος θα βρισκόταν στην αγκαλιά της επίσης φίλης, της παραγωγού Αμάντας Λιβανού – επί χρόνια συνεργάτιδάς του στη δεκαετία του 1990 – η οποία, συμπτωματικά, είχε κλείσει ακριβώς στο διπλανό μας τραπέζι μαζί με τις δικές της φίλες, τη Ρούλα και τη Θένια. Και λεπτά αργότερα να ‘σου και η υπουργός Πολιτισμού, η κυρία Λίνα Μενδώνη η οποία περνώντας δίπλα μας στάθηκε να χαιρετήσει κάποιες γνωστές της στο ακριβώς απέναντι από εμάς τραπέζι, ανταλλάσσοντας νεύματα με τον Γ. Τσεμπερόπουλο.

Μισή περίπου ώρα αργότερα παραγγείλαμε. Ο Τσεμπερόπουλος ήταν πολύ προσεκτικός στην επιλογή του γιατί εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε διατροφή. «Αλλά μόνο αυτές τις μέρες, για την πρεμιέρα» είπε. «Ξέρεις, παχαίνω πολύ στο μοντάζ. Αφρίζω και στη συνέχεια αρχίζω να μασουλάω» (μάλλον αδικούσε τον εαυτό του γιατί έδειχνε πραγματικά fit, κάτι που είχα παρατηρήσει από την πρώτη στιγμή που τον είδα πάνω στη Honda Transalp του). Η πρεμιέρα στην οποία ο Τσεμπερόπουλος αναφέρθηκε ήταν φυσικά της ταινίας «Υπάρχω», του βιογραφικού δράματος για τον Στέλιο Καζαντζίδη· μια ταινία που πολύς κόσμος περιμένει με αγωνία και που έβαλε τον Τσεμπερόπουλο ξανά στη θέση του σκηνοθέτη 13 ολόκληρα χρόνια μετά την προτελευταία του, «Ο εχθρός μου». Ηταν επίσης η ουσιαστική αφορμή μας για αυτή την τρίωρη εν τέλει συνάντηση, που συμπυκνώνεται στο ανά χείρας δισέλιδο.

Οταν πριν από μερικά χρόνια ο παραγωγός της εταιρείας Tanweer Διονύσης Σαμιώτης («Ευτυχία», «Σμύρνη μου αγαπημένη», «Φόνισσα», «Ο νόμος του Μέρφι») κάλεσε τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο για να τον ρωτήσει αν θα ήθελε να σκηνοθετήσει το «Υπάρχω», ο δεύτερος απάντησε ότι φυσικά και θα ήθελε («ποιος δεν θα ήθελε;»), αλλά υπό δύο όρους. Πρώτον έπρεπε να βρεθεί κάποιος που θα μπορούσε να παίξει και ταυτόχρονα να τραγουδήσει. Δεύτερον, θα έπρεπε να υπάρχει σενάριο.

Πρώτα το σενάριο

Αν μου ζητούσαν να ξεχωρίσω κάποιους έλληνες σκηνοθέτες της μεταπολιτευτικής περιόδου που πάντα έδιναν μεγάλη σημασία στο σενάριο, ένας από αυτούς θα ήταν σίγουρα ο δημιουργός των «Μεγάρων», του «Ξαφνικού έρωτα», του «Αντε γεια», της «Πίσω πόρτας» και του «Εχθρού μου»· ταινίες όλες που έχουν πάρα πολύ στιβαρά θεμέλια σε ό,τι αφορά τις ιστορίες που αφηγούνται. Το σενάριο στο «Υπάρχω» υπήρχε – της Κατερίνας Μπέη – και από την πρώτη κιόλας διά ζώσης συνάντηση των μελών της ομάδας που θα «έτρεχε» την ταινία (Σαμιώτης, Μπέη, Νάνσυ Κοκολάκη και ο σκηνοθέτης), ο Τσεμπερόπουλος έδειξε απολύτως σύμφωνος. «Αισθανθήκαμε αμέσως ομάδα» είπε, «δέσαμε πολύ καλά».  Ηταν μια μεγάλη πρόκληση για τον ίδιο γιατί «αυτή η ταινία ήταν μια παραγγελιά και ενώ θεωρητικά είμαι υπέρ των παραγγελιών, στην πράξη δεν το είχα ξανακάνει». Οχι ότι δεν φοβήθηκε· κυρίως σε ζητήματα σκηνών που θα «”έπρεπε” να μπουν» ή άλλου τέτοιου τύπου παρεμβάσεις. «Τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Μπόρεσα να δουλέψω πολύ καλά και όλο αυτό το πράγμα να γίνει δικό μου».

Και σε ό,τι αφορά τον ηθοποιό; Οταν ο βοηθός του Τσεμπερόπουλου, ο Μάκης Γαζής, του πρότεινε να δει τον τραγουδιστή Χρήστο Μάστορα, με τον οποίο ο πρώτος δεν είχε καμία επαφή, ο σκηνοθέτης βρήκε τον πρωταγωνιστή του. Πέρα από τη φωνή του τραγουδιστή, ο σκηνοθέτης είδε ότι ο Μάστορας μπορούσε επίσης να παίξει τον ρόλο όπως και το ότι τον συνέδεαν πολλά κοινά με τον Καζαντζίδη. Ο Τσεμπερόπουλος έδωσε έμφαση στο ότι ο Μάστορας «προέρχεται από βαθιά στερημένη οικογένεια της Βορείου Ηπείρου, άρα γνωρίζει τι θα πει φτώχεια, τι θα πει άλλες πατρίδες, τι θα πει ξεριζωμένος Ελληνας. Ξέρει όλα αυτά που χαρακτήριζαν τον Στέλιο Καζαντζίδη». Φόβος, βέβαια, υπήρχε και εδώ. «Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να ασχολούμαι με τους ηθοποιούς, κατάλαβα τον φόβο που μπορεί να προκύψει όταν καλείσαι να κάνεις ταινία τη ζωή ενός πολύ γνωστού ανθρώπου. Πώς ήταν νέος ο Καζαντζίδης; Πώς ήταν μεγάλος; Πώς μιλούσε, πώς τραγουδούσε, πώς τσαντιζόταν, πώς έδινε συνεντεύξεις στην τηλεόραση; Τα ξέρουμε όλα. Αρα, αναρωτιόμουν, από όλα αυτά, πώς θα ξεφύγω; Πώς θα ξεκολλήσω;».

Ο Τσεμπερόπουλος βρήκε τη λύση συνομιλώντας με τον ίδιο του τον εαυτό. «Κάποια στιγμή όταν ήταν να ξεκινήσουμε, πήρα μια πολύ βαθιά αναπνοή και είπα μέσα μου: “Θα κάνεις, απλώς, τη δουλειά σου. Είναι ένας χαρακτήρας. Είναι ο χαρακτήρας Στέλιος του σεναρίου. Δεν πα να ‘ναι το ιστορικό πρόσωπο, δεν πα να μοιάζει ή να μη μοιάζει ο ηθοποιός, δεν πα να κάνει ή να μην κάνει. Εσύ δεν πας να μιμηθείς κάτι αλλά να αφηγηθείς μια ιστορία γύρω από ένα παιδί τραυματισμένο, φτωχό, που σκότωσαν τον πατέρα του μπροστά στα μάτια του και που αισθάνθηκε το βάρος της ευθύνης από πάρα πολύ νωρίς. Αυτά τα λόγια που έχω προτάξει ως κλάμα στην αρχή της ταινίας: η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη. Αυτό λοιπόν το παλικάρι, που έχει να αντιμετωπίσει τον φόρτο να φέρνει λεφτά σε όλο τον κόσμο και να γίνει από τόσο νέος τόσο μεγάλος στα μάτια όλων· πώς θα αντέξει; Πες μου, δεν είναι πράγματι ένας ήρωας ταινίας; Κι ας τον λένε Καζαντζίδη. Οταν τα συνειδητοποίησα όλα αυτά, χαλάρωσα μέσα μου και έκανα αυτό που έκανα πάντα. Τη δουλειά μου. Αγάπησα τον χαρακτήρα, έχοντας ανάμεικτα συναισθήματα για τον ίδιο, για τη μάνα του, για τις γκόμενες και άρχισα να ψάχνω να δω τι θα κάνει αυτό το παιδί στη ζωή του. Και βέβαια αυτό που με δελέασε από την αρχή είναι ότι αυτός ο άνθρωπος είπε στα 35 του «δεν έχω άλλη ψυχή να δώσω». Ο Καζαντζίδης εγκατέλειψε την πόλη και απομονώθηκε σε κάποιο ερημικό μέρος, χωρίς όμως να θέλει να αποτραβηχτεί τελείως από τα κοινά. Αυτή την τάση φυγής, με έναν τρόπο, την έχω κι εγώ. Ο Καζαντζίδης πήγαινε κοντά στη θάλασσα, εγώ πηγαίνω στον κάμπο και μαζεύω ελιές. Αλλά την ίδια ώρα έχω τον νου μου στα κοινά».

Το σπίτι της «Πίσω πόρτας»

Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος γεννήθηκε το Μάιο του 1950 στην οδό Μαυρομματαίων στο Πεδίον του Αρεως και μεγάλωσε με τη μητέρα του. Οπως μου είπε, συνελήφθη μια μέρα πριν ο πατέρας του φύγει για το βελγικό Κονγκό όπου έμεινε επί χρόνια εργαζόμενος ως εργολάβος οικοδομών. Δύο ετών ο Τσεμπερόπουλος τον είδε για πρώτη φορά έχοντας ταξιδέψει με τη μητέρα του στην τότε Λεοπολβίλ, σημερινή Κινσάσα. Μάνα και γιος επέστρεψαν στην Αθήνα, ο πατέρας παρέμεινε στο Κονγκό όπου έκανε μεγάλη περιουσία, λόγος για τον οποίο κατάφεραν να αγοράσουν ένα διαμέρισμα στη Βασιλίσσης Σοφίας 25, στην περίφημη πολυκατοικία του Καλλιγά, έργο του αρχιτέκτονα Κ. Καψαμπέλη. «Ακριβώς δίπλα ήταν το ιδιωτικό εκπαιδευτήριο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και ένας από τους λόγους που αγοράστηκε το διαμέρισμα ήταν “για να πηγαίνει το παιδί στο σχολείο δίπλα”. Και έτσι, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια γεννήθηκε και η ταινία “Πίσω πόρτα” (όπου χρησιμοποιήθηκε το ίδιο διαμέρισμα)».

Το παράξενο είναι ότι όταν όλος ο κόσμος ήξερε πολύ καλά τον Στέλιο Καζαντζίδη, που είναι η εποχή που διαπραγματεύεται η ταινία (δεκαετία 1950 με δεκαετία 1970), ο Τσεμπερόπουλος δεν τον ήξερε. Στην εφηβεία δεν ασχολούνταν καν με αυτό το είδος μουσικής. «Ακουγα Ντίλαν, Stones, Beatles, είχα ανακαλύψει τον Σαββόπουλο, τους Πελόμα Μποκιού, τους Poll…». Και κάποια στιγμή, στα 23 του, «εγκαταλελειμμένος, ερωτοχτυπημένος και καταστεναχωρημένος» όπως ο ίδιος είπε, έτυχε να περνάει από τη Σταδίου και να βρεθεί μπροστά σε ένα «πολύ παράξενο θεάμα». Αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο δεξί μέρος της οδού, μπροστά στο ΡΑΔΙΟ ΑΘΗΝΑΙ, γωνία Δραγατσανίου και Σταδίου, που ήταν γεμάτο τηλεοράσεις, δεκάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών κοίταζαν σε καμιά τριανταριά ξεχωριστές οθόνες. «Πηγαίνω κοντά και βλέπω τον Στέλιο Καζαντζίδη στην τηλεόραση να τραγουδάει το “Υπάρχω”. Οταν το άκουσα κι εγώ, σχεδόν αναλύθηκα σε κλάματα γιατί μέσα μου ήμουν βέβαιος ότι αυτό το τραγούδι ήταν γραμμένο για μένα. Ημουν βέβαιος ότι το έχω γράψει εγώ»! Την επομένη, ο Τσεμπερόπουλος αγόρασε τον δίσκο. «Ετσι ήρθα σε επαφή με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Ο Καζαντζίδης με έβαλε στο ελληνικό τραγούδι».

Στα χρόνια της δικτατορίας στη δεκαετία του 1970 άρχισε να ωριμάζει ένας εναλλακτικός κινηματογράφος, ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, ο οποίος στάθηκε απέναντι στις καθεστωτικές προπαγανδιστικές ταινίες εθνικιστικού χαρακτήρα. Το ντοκιμαντέρ «Μέγαρα» (1974), η πρώτη δουλειά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου στη σκηνοθεσία την οποία εδώ συνυπογράφει με τον Σάκη Μανιάτη υπήρξε μια προφητική και άκρως επίκαιρη ταινία, μέσω της οποίας αποκαλύπτονται οι κοινωνικο-οικονομικοί μηχανισμοί που μπορούν να οδηγήσουν σε μια οικολογική καταστροφή. Τα «Μέγαρα» έλκυσαν το ενδιαφέρον του Κώστα Γαβρά που ως υπεύθυνος προγραμματισμού στο 15νθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Καννών, έδωσε αγώνα για να την εντάξει στο πρόγραμμα. «Ο Γαβράς είχε ενθουσιαστεί με την ταινία αλλά οι χρόνοι δεν ήταν ευνοϊκοί και έτσι τα “Μέγαρα” προβλήθηκαν τελικά στο Φεστιβάλ Βερολίνου» είπε ο Τσεμπερόπουλος.

Οι εντιμότατοι φίλοι του

Προς το τέλος της κουβέντας μας ο Τσεμπερόπουλος θα μνημονεύσει αρκετά τους φίλους του σκηνοθέτες Νίκο Περάκη και Γιώργο Πανουσόπουλο, με τους οποίους για ένα μεγάλο διάστημα είχε κοινή επαγγελματική πορεία. Θυμήθηκε στιγμιότυπα από τις αναμεταξύ τους συνεργασίες, τη βοήθεια που έχει προσφέρει ο ένας για το έργο του άλλου, αλλά και τις συνεργασίες τους στη Φιλμική Εταιρεία ΑΕ, την κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής που ιδρύθηκε το 1987 και υπήρξε πρωτοποριακή σε έναν δύσκολο τομέα, άγουρο ακόμα για τα μέτρα εκείνης τη εποχής, της οπτικοακουστικής διαφήμισης.

Μιλήσαμε και για λογοτεχνία. Παρότι βιβλιοφάγος, ο Tσεμπερόπουλος θεωρεί ότι έχει μείνει πίσω στη διεθνή λογοτεχνία. «Το αποδίδω στη φύση του επαγγέλματος» είπε, «αναζητώ στην ελληνική λογοτεχνία θέματα που θα μπορούσαν να γίνουν ταινίες». Εξάλλου, ένα από τα μεγάλα του όνειρα ανέκαθεν ήταν να σκηνοθετήσει στον κινηματογράφο το «Αμρι α Μούγκου, στο χέρι του Θεού» του Μ. Καραγάτση, αν και παραδέχεται ότι ως εγχείρημα είναι τρομερά δύσκολο και πανάκριβο. Προς το παρόν, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος  ασχολείται με κάτι πολύ πιο προσωπικό, μια «συνέχεια» της μεγάλης επιτυχίας του «Πίσω πόρτα» (2000). «Η “Πίσω πόρτα” τελειώνει με την έναρξη της χούντας των συνταγματαρχών. Η συνέχεια θα καλύπτει τα χρόνια της επταετίας και θα τελειώνει στην αρχή της μεταπολίτευσης. Με ενδιαφέρει πραγματικά να δω τι απέγιναν τα τρία αγόρια που γνωρίσαμε στην πρώτη ταινία. Εσένα;»




Moscow.media
Частные объявления сегодня





Rss.plus




Спорт в России и мире

Новости спорта


Новости тенниса
WTA

«Он моя главная опора». Соболенко получила награду WTA и благодарна своему бойфренду






Умер актер и исследователь творчества Солженицына Николай Ледовских

Лидер властей Сирии заявил о планах заключить соглашения об обороне с рядом стран

Собянин назвал метро Москвы знаковой культурной площадкой

Поминки не удались: мужчина упал грудью на шампур в Москве