Το ποίημα του 1823 που άλλαξε για πάντα τα Χριστούγεννα
Ο Αγιος Βασίλης με την κόκκινη στολή και τη λευκή γενειάδα.
Το ιπτάμενο έλκηθρό του που το σέρνουν τάρανδοι με πρώτο τον Ρούντολφ με την κόκκινη μύτη.
Οι καμινάδες που χωρούν τόσο τον ευτραφή άγιο όσο και τον μεγάλο σάκο με τα δώρα του για τα καλά παιδιά κάθε οικογένειας. Τα Χριστούγεννα, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, είναι γεμάτα με αυτές τις εικόνες που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες κατακλύζουν την καθημερινότητά μας.
Η γιορτινή αισθητική, ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι.
Πίσω από αυτήν, βρίσκεται ένα ποίημα του 19ου αιώνα που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που πλέον φανταζόμαστε τα Χριστούγεννα. Πρόκειται για το «A visit from St. Nicholas» ή «Τη νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα» που γράφτηκε το 1823 και από μια γλυκιά παιδική ιστορία, έγινε πραγματική πηγή έμπνευσης για το σύνολο των παραδόσεων που σήμερα χαρακτηρίζουν τα Χριστούγεννα στον δυτικό κόσμο.
Το ποίημα δημοσιεύτηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1823 σε τεύχος του νεοϋορκέζικου περιοδικού «Troy Sentinel».
Ξεφυλλίζοντάς το οι αναγνώστες εκείνη την ημέρα, μπορούσαν να σταθούν μεταξύ άλλων στα ρεπορτάζ για τα τελευταία γεγονότα στο Κογκρέσο και στις διαφημίσεις για ρόμπες από βουβαλίσιο δέρμα. Εκείνοι που ήταν σε πιο γιορτινή διάθεση, θα πρόσεξαν το ποίημα που ήταν στη σελίδα 3 με τον τίτλο «Μια επίσκεψη από τον Αγιο Νικόλαο».
Οι στίχοι «Τη νύχτα πριν απ’ τα Χριστούγεννα» ξεχώριζαν στην πρώτη του γραμμή ενώ η έκτασή του ήταν λίγες μόνο στροφές. Εκεί, περιγραφόταν η ιστορία της συνάντησης ενός πατέρα με έναν ζωντανό Αγιο Βασίλη και τους ταράνδους του, χωρίς να υπάρχει η υπογραφή του συντάκτη του.
Μια νεωτεριστική προβολή
Αν το ίδιο τεύχος έπεφτε σήμερα στα χέρια αναγνωστών, στις εικόνες της επίσκεψης του Αγιου Βασίλη σ’ ένα σπίτι γεμάτο νυσταγμένα παιδιά και προσεκτικά κρεμασμένες κάλτσες για δώρα στο τζάκι, θα αναγνώριζαν «παραδοσιακές» χριστουγεννιάτικες στιγμές. Ωστόσο, στην εποχή του θεωρήθηκε μια νεωτεριστική προβολή που έμελλε τελικά να αλλάξει το πρόσωπο των εορτών στις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι μόνο.
Η προέλευση του ποιήματος για αρκετό καιρό ήταν θολή. Είχε σταλεί στην εφημερίδα ανώνυμα και ήταν ένα από τα πολλά που είχαν δημοσιευτεί εκείνη την ημέρα. Το 1837 αποδόθηκε στον Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ, ο οποίος ανέφερε ότι είχε εμπνευστεί τους στίχους από τα εννιά παιδιά του για τα οποία τους είχε γράψει και τους το διάβασε την παραμονή των Χριστουγέννων το 1822. Παρ’ όλ’ αυτά, υπήρξε και η υποψία ότι ο συγγραφέας ήταν ο Χένρι Λίβινγκστον Τζούνιορ αλλά οι αποδείξεις δείχνουν περισσότερο το μέρος του Μουρ. Ο ίδιος φέρεται ότι απέφυγε να υπογράψει τη δημιουργία του γιατί ήταν καθηγητής και το κομμάτι δεν ήταν παρά μια αφελής παιδική ιστορία, όχι ακριβώς ένα ακαδημαϊκό έργο το οποίο θα ταίριαζε στο προφίλ του. Ο ίδιος άλλαξε άποψη, όταν το ποίημα άρχισε να γίνεται viral κατά τη σημερινή αργκό, αφού οι συντάκτες του περιοδικού προωθούσαν τους στίχους σε άλλα περιοδικά για αναδημοσίευση, συνήθης πρακτική μεταξύ των εντύπων της εποχής.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά
Οι αναγνώστες άρχισαν να πολιορκούν το «Troy Sentinel» αναζητώντας την ταυτότητα του συγγραφέα, χωρίς όμως να μπορεί κάποιος να τους δώσει σαφείς απαντήσεις.
Το μυστήριο λύθηκε 14 χρόνια αργότερα, όταν σε έκδοση της ανθολογίας «The New York Book of Poetry» εμφανίστηκε το ποίημα με την υπογραφή του Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ.
Μέχρι τότε, το «A visit from St. Nicholas» είχε καταφέρει να γοητεύσει μια ολόκληρη γενιά παιδιών και να επηρεάσει τις χριστουγεννιάτικες παραδόσεις των επομένων.
«Δίνει στους αναγνώστες ένα τέλειο πρότυπο για το πώς πρέπει να μοιάζουν τα εγχώρια Χριστούγεννα», αναφέρει στο περιοδικό «History» ο Τόμας Ρους Σμιθ, καθηγητής Αμερικανικής Λογοτεχνίας και πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Ιστ Ανγκλια, ο οποίος μελετά την ιστορία των Χριστουγέννων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με εκείνον, το ποίημα του Μουρ έφερε έναν διαφορετικό τύπο Χριστουγέννων, που δεν είχε τίποτα κοινό με τις μέχρι τότε παραδόσεις. Πριν από τη δεκαετία του 1820, ο εορτασμός της γέννησης του Χριστού γινόταν περισσότερο αφορμή για φιέστες στους δρόμους και μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, χωρίς την ιδιαίτερη αυτή ζεστασιά που την περικλείει σήμερα.
«Τα Χριστούγεννα δεν γιορτάζονταν ευρέως στην Αμερική εκείνη την εποχή.
Οταν γινόταν, ήταν μια θορυβώδης γιορτή του δρόμου που βασιζόταν στις παραδόσεις του παλιού κόσμου», υπογραμμίζει ο Σμιθ, αναφερόμενος στα έθιμα που είχαν γίνει δημοφιλή στη Δυτική Ευρώπη και είχαν έρθει στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τα πρώτα κύματα μεταναστών. Τα στοιχεία που περιέγραφε ο Μουρ κι αργότερα θα ενσωματώνονταν στην χριστουγεννιάτικη κουλτούρα, δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά από εκείνα του τότε κόσμου. Αντί για αδιάκοπα γλέντια ενηλίκων, ο Μουρ προωθούσε παιδιά που κοιμούνται ήρεμα κι έναν καλοκάγαθο άγιο που τρυπώνει στα σπίτια τους τα βράδια για να τους αφήσει τα δώρα.
Ο Αγιος Νικόλαος που έγινε Βασίλης
Οσο για την καλοκάγαθη φιγούρα του Αγίου Βασίλη που έπλασε ο Μουρ; Αυτή προέρχεται αρχικώς από τον Αγιο Νικόλαο, τον προστάτη των φτωχών που συνήθιζε να κάνει δώρα στα παιδιά και τους απόρους σύμφωνα με τις παραδόσεις των Κάτω Χωρών και η μνήμη του εορταζόταν στις 5 Δεκεμβρίου.
Ο πραγματικός Αγιος Νικόλαος έζησε τον τέταρτο αιώνα και ήταν επίσκοπος.
Η εικόνα που περιέγραφε στους στίχους του ο Μουρ σαν ένα ξωτικό, ντυμένο με γούνα και λακκάκια στα μάγουλα, διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη της ολλανδικής παράδοσης.
Στην Ολλανδία, ο Σίντερκλαας όπως τον αποκαλούν είναι ψηλός, λεπτός με μακριά γενειάδα.
Η πατρίδα του είναι η Ισπανία και όχι ο Βόρειος Πόλος ενώ έχει κι έναν κάπως αμφιλεγόμενο βοηθό, τον Μαύρο Πιτ, έναν σκουρόχρωμο άνδρα με σχεδόν δαιμονική διάθεση, χαρακτηριστικά που προκαλούν σήμερα μεγάλες συζητήσεις σχετικά με την αποικιακή και φυλετική κληρονομιά των Κάτω Χωρών.
Αυτό το μοτίβο αγίου, οι Ολλανδοί της Νέας Υόρκης θα μπορούσαν να το αναγνωρίσουν.
Σε όσους ωστόσο δεν είχαν αυτές τις ρίζες, ίσως να θύμιζε κάτι χάρη στις φανταστικές ιστορίες του Ουάσιγκτον Ιρβινγκ που είχαν αποτυπωθεί στο βιβλίο του 1809
«Μια ιστορία της Νέας Υόρκης».
Εκεί, είχε περιγράψει ένα όνειρο όπου ένας Αγιος Νικόλαος που κάπνιζε πίπα, πετούσε στον ουρανό μέσα σε ένα βαγόνι, εκπλήσσοντας όσους τον έβλεπαν.
Ο Μουρ, αν και Νεοϋορκέζος, δανείστηκε πολλά στοιχεία από την ολλανδική παράδοση, παίζοντας με τα έθιμα και προσθέτοντας λεπτομέρειες από άλλες επίκαιρες πηγές.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η ιδέα της επίσκεψης του Αγίου Βασίλη με ένα έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι προέρχεται από ένα ποίημα του 1821 που επίσης δημοσιεύτηκε ανώνυμα στην πόλη του. Συνεχίζοντας πάντως τη διάδρασή του με την ολλανδική κουλτούρα, βάφτισε τους ιπτάμενους ταράνδους Ντόντερ και Μπλίτσεν (κεραυνός και αστραπή στα ολλανδικά).
Παραδίδοντας τα δώρα
Κατά έναν άλλο μύθο, ο Μουρ έφτιαξε τον αγαπημένο άγιο των παιδιών, συνδυάζοντας την ιδέα της προσφοράς των δώρων στην οποία «ειδικευόταν» ο Αγιος Νικόλαος, με την εικόνα ενός ολλανδού τεχνίτη που ζούσε στη Νέα Υόρκη.
Φέρεται ότι αυτός ο άνδρας χειριζόταν το έλκηθρο που πήγαινε τον συγγραφέα σπίτι του και η επαφή μαζί του τού έδωσε την εικόνα του Αγίου Βασιλείου που ίπταται για να παραδώσει τα πακέτα στα παιδιά.
Οποια κι αν είναι η πηγή της έμπνευσης του Μουρ, η αλήθεια είναι ότι εμπνεύστηκε το ποίημα σε μια κομβική στιγμή για την εορτασμό των Χριστουγέννων.
«Είναι ακριβώς στο σημείο που τα Χριστούγεννα γίνονται πολύ περισσότερο μια οικογενειακή γιορτή με επίκεντρο το σπίτι και τα παιδιά», τονίζει ο Μουρ στο περιοδικό «History».
Από τον αμφιλεγόμενο εορτασμό που προωθούσαν οι αυστηροί καλβινιστές πρώτοι έποικοι της Αμερικής, στις αρχές του 1800 άρχισε να γίνεται ένα πέρασμα προς ένα άλλο μοτίβο με επίκεντρο το σπίτι και τις ανέσεις του.
Σε αυτό συνέβαλε τα μέγιστα η εκβιομηχάνιση των κοινωνιών αλλά και η ωρίμαση των ίδιων των πόλεων.
Χάρη στα μέσα ενημέρωσης που διέδωσαν το ποίημα και του χάρισαν μεγαλύτερο ακροατήριο, καλλιεργήθηκε η εντύπωση των Χριστουγέννων ως μία εποχή για την οικογένεια και το θαύμα για τα παιδιά. Αυτό που λείπει από όλο το πακέτο είναι κάτι που μέχρι τότε θεωρούταν κρίσιμο μέρος των Χριστουγέννων: ο Χριστιανισμός.
Οι στίχοι του Μουρ βγάζουν εντελώς από το κάδρο τη θρησκεία, δίνοντας στη γιορτή έναν πιο γήινο τόνο, περισσότερο κοσμικό.
Ολλανδική παράδοση και μαγεία
Το μείγμα ολλανδικής παράδοσης και μαγείας που έφτιαξε ο Μουρ και το παρέδωσε στους Αμερικανούς, περιλάμβανε κάλτσες με δώρα, ιπτάμενους ταράνδους και η ιδέα της επιστροφής στην οικιακή βάση για τον οικογενειακό εορτασμό την παραμονή των Χριστουγέννων.
Η δημοτικότητα του ήταν τέτοια τα πρώτα χρόνια που ώθησε και οικογένειες μη ολλανδικής καταγωγής να δοκιμάσουν τα νέα έθιμα, περιμένοντας τον μυστηριώδη Αγιο Νικόλαο. Σύντομα, μαζί με αυτές τις πρακτικές ήρθαν να κουμπώσουν κι άλλες που υιοθέτησαν από άλλους λαούς, από το στόλισμα των χριστουγεννιάτικου δέντρου που συνήθιζαν οι Γερμανοί μέχρι την αποστολή και λήψη ευχητήριων καρτών που είχε εγκαινιάσει η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας το 1843.
Σε αυτό βέβαια, έβαλαν και το χεράκι τους και οι έμποροι, οι οποίοι ενθάρρυναν την ενίσχυση της κατανάλωσης, φτιάχνοντας και δικά τους παραμύθια όπως του Ρούντολφ, του ταράνδου με την κόκκινη μύτη, μια εφεύρεση του διαφημιστή των πολυκαταστημάτων Ρόμπερτ Λ. Μέι.
Στην πορεία των χρόνων, η «Επίσκεψη από τον Αγιο Νικόλαο» έφτασε να είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα αμερικανικά ποιήματα όλων των εποχών. Μελοποιήθηκε από καλλιτέχνες όπως ο Λούις Αρμστρονγκ και ο Πέρι Κόμο, απαγγέλθηκε σε ταινίες από το «The Santa Clause» μέχρι το «National Lampoon’s Christmas Vacation» και αποτέλεσε βέβαια τη βάση πολλών παρωδιών. Σήμερα τέσσερα χειρόγραφα του ποιήματος φυλάσσονται, τρία βρίσκονται σε μουσεία και ένα αποκτήθηκε σε πλειστηριασμό από επιχειρηματία το 2006 έναντι 280.000 δολαρίων (266.000 ευρώ).
Τη νύχτα πριν απ’ τα Χριστούγεννα
Τη νύχτα πριν απ’ τα Χριστούγεννα στο σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη
ούτε ποντίκι δεν ξεμύτιζε, τα πάντα ήταν σε νάρκη.
Οι κάλτσες ήτανε προσεκτικά στο τζάκι κρεμασμένες,
για να τις βρούμε αύριο, πρωί-πρωί, με δώρα γεμισμένες.
Και τα παιδιά μες στα κρεβάτια τους και στα σκεπάσματά τους
βλέπαν κουφέτα να χορεύουνε μέσα στα όνειρά τους.
Η μαμά κουκουλωμένη δίπλα μου κι εγώ με το σκουφί μου
έπεσα στα ζεστά να κοιμηθώ κι έσβησα το κερί μου.
Μα τότε ακούστηκε από την αυλή μια τέτοια φασαρία,
που απ’ το κρεβάτι μου πετάχτηκα γι’ αυτή την ιστορία.
Eτρεξα στο παράθυρο, σαν αστραπή, σαν σφαίρα,
το τζάμι άνοιξα και έσπρωξα τα δυο παντζούρια πέρα.
Το φως του φεγγαριού, που χάιδευε γλυκά το φρέσκο χιόνι,
μια λάμψη κι ένα φως μεσημεριού στο καθετί απλώνει.
Τότε, θαύμα μπροστά στα μάτια μου είδα αυτή τη μέρα:
οχτώ ταράνδους ένα έλκηθρο να σέρνουν στον αέρα,
Κι έναν γεράκο να τα οδηγεί με μάτια που γελάνε,
που αμέσως είπα μέσα μου: «ο Αϊ-Βασίλης θα ‘ναι».
Πετούν οι τάρανδοι σαν αετοί, λάμπουν τα κέρατά τους
κι εκείνος σφύριζε, τους φώναζε με τα ονόματά τους:
«Τώρα, Ντάσερ! Πάμε, Ντάνσερ! Τώρα, Πράνσερ! Τώρα, Βίξεν!
Ελα, Κόμετ! Αντε, Κιούπιντ! Ελα, Ντόντερ! Ελα, Μπλίξεν!
Πάμε ψηλά, πάνω απ’ τον τοίχο, να ανεβούμε στη σκεπή!
Γρήγορα, γρήγορα! Εμπρός! Γρήγοροι σαν αστραπή!»
Σαν τα φύλλα τα ξερά, που όταν ο αέρας τα φυσήξει δυνατά
–και κάποιο εμπόδιο βρεθεί μπροστά τους– ψηλά αμέσως τα πετά,
Ετσι μεμιάς στη στέγη οι τάρανδοι ανέβηκαν με φόρα
με τον Αϊ-Βασίλη μες στο έλκηθρο βαρύ από τα δώρα·
Και, πριν προλάβω να καλοσκεφτώ, ακούω να πατούν
με τις μικρές οπλές τους στη σκεπή και να χοροπηδούν.
Δεν το χωρούσε ο νους μου αυτό που έβλεπα, με έπιασε ζαλάδα
και τσιουπ! ο Αϊ-Βασίλης πήδηξε μέσα στην καμινάδα.
Απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια του ντυμένος μες στη γούνα,
μαύρος από τη στάχτη κι από την καπνιά βγήκε απ’ τη φυσούνα.
Στην πλάτη ένα σακί βαρύ απ’ τα παιχνίδια είχε ρίξει
κι έμοιαζε με πραματευτή που την πραμάτεια του θ’ ανοίξει.
Στα δυο λακκάκια του πόση χαρά! Στα μάτια πόση λάμψη!
Τη μύτη και τα μάγουλα κόκκινα, θα ‘λεγες, τα είχε βάψει!
Μια πίπα ξύλινη ανάμεσα στα δόντια του κρατούσε
και τα μαλλιά του ο καπνός σαν άλως τα περιτυλούσε.
Το πρόσωπό του ήταν πλατύ και η κοιλιά του σαν μπαλόνι
κι έτρεμε έτσι που γέλαγε σαν το ζελέ μόλις παγώνει!
Ηταν αφράτος, ήταν παχουλός, έμοιαζε με τα ξωτικά
και σαν τον είδα, δεν κρατήθηκα, γέλασα δυνατά!
Λίγο φοβήθηκα, ομολογώ, μα κείνος κούνησε το κεφάλι,
το μάτι μού ‘κλεισε κι ηρέμησα μες στην καρδιά μου πάλι.
Χωρίς μια λέξη, τίποτα, στρώθηκε στη δουλειά του,
τις κάλτσες γέμισε σε μια στιγμή, παρόλα τα κιλά του.
Το δάχτυλο πλάι στη μύτη έβαλε, τίναξε τη γενειάδα
Και μ’ ένα σάλτο ανέβηκε μέσα στην καμινάδα!
Πήδηξε μες στο έλκηθρο, σφύριξε στους βοηθούς του δυνατά
Και μακριά πετάξανε σαν χνούδι στον αέρα που φυσά.
Μα τη φωνή του άκουσα κι ας είχε πια χαθεί
«Καλά Χριστούγεννα σε όλους σας, σε όλους ύπνο ελαφρύ!»
(μετάφραση Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος)