Μαγδεμβούργο: Η επιστροφή της «ασφάλειας» στην πολιτική ατζέντα
Από νωρίς το πρωί του Σαββάτου κάτοικοι του Μαγδεμβούργου άρχισαν να συρρέουν στη Γιοχάνις-Κίρχε, τον ιστορικό ναό πίσω από τη χριστουγεννιάτικη αγορά-φάντασμα της παλιάς πόλης, αφήνοντας λουλούδια και κεριά για τα θύματα που άφησε πίσω του ο 50χρονος μακελάρης και το φονικό του πέρασμα με το αυτοκίνητο το βράδυ της Παρασκευής.
Ανάμεσά τους και ο εντεκάχρονος Οτο με τον παππού και τη γιαγιά του, με λουλούδια στα χέρια και την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του: «Ποιος μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο», μου είπε. Δεν είναι μόνον ο μικρός Οτο που ψάχνει μια απάντηση.
Στην ερώτηση, αν θα ξαναπάνε σε χριστουγεννιάτικη αγορά, η απάντηση ήρθε αμέσως και από τους τρεις: «Οχι βέβαια! Φοβόμαστε».
Ο φόβος επέστρεψε με τη φονική επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου, όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Σαξονίας Ανχαλτ.
«Παραμένει ανυπόφορο να συγκεντρωνόμαστε μόνο με φόβο και ανησυχία και να μην μπορούμε πλέον να γιορτάζουμε ξένοιαστα.
Πρέπει να το σταματήσουμε αυτό», ήταν η πρώτη αντίδραση του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης, Φρίντριχ Μερτς. Αυτό υποχρεώνει «εμάς τους πολιτικούς, να συγκρατηθούμε και να αξιολογήσουμε τι συνέβη μόνον με βάση αξιόπιστα στοιχεία», έγραψε ο Μερτς στην πλατφόρμα Χ.
Η ακριβής αξιολόγηση των δεδομένων και όχι οι αντιδράσεις θυμικού έπειτα από μία τέτοια επίθεση, με μία σειρά από fake news που κυκλοφόρησαν αμέσως, έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στη σημερινή συγκυρία για τη Γερμανία, η οποία μπήκε σε προεκλογική τροχιά για τις πρόωρες εκλογές στο τέλος Φεβρουαρίου.
Η εσωτερική ασφάλεια και το Προσφυγικό φαινόταν ότι θα μείνουν εκτός προεκλογικής αντιπαράθεσης, τουλάχιστον μεταξύ των μεγάλων «παραδοσιακών» κομμάτων, για να μην καταλήξουν να παίζουν στο γήπεδο του ακροδεξιού AfD.
Ωστόσο, η επίθεση στο Μαγδεμβούργο επαναφέρει αντικειμενικά στην προεκλογική ατζέντα το θέμα της εσωτερικής ασφάλειας.
Μολονότι ο δράστης της συγκεκριμένης επίθεσης είναι απολύτως ενταγμένος στη γερμανική κοινωνία εδώ και μία 20ετία, το στερεότυπο «άραβας μουσουλμάνος = τζιχαντιστής τρομοκράτης» είναι τόσο ισχυρό, που το ακροδεξιό AfD δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να προωθήσει τις ξενοφοβικές του θέσεις, ακόμη και αν ο συγκεκριμένος δράστης έβλεπε στο AfD τη λύση για τη σωτηρία της Γερμανίας.
Το επικοινωνιακό στοίχημα για το επόμενο διάστημα είναι αν θα επικρατήσει η εξίσωση του αφηγήματος του AfD ή θα αποδειχθεί η συνάφεια του δράστη με τον ιδεολογικό εξτρεμισμό της ισλαμοφοβικής Ακροδεξιάς. Για τον λόγο αυτόν, έχει ιδιαίτερη σημασία η παραπομπή του Φρίντριχ Μερτς στην ανάγκη νηφάλιας ανάλυσης των πραγματικών δεδομένων. Αν επικρατήσει το αφήγημα του AfD στη δημόσια αντιπαράθεση, θα βγει ενισχυμένο και από τις επικείμενες εκλογές.
Το Μαγδεμβούργο δεν είναι πρεμιέρα
Τα αναλυτικά εργαλεία υπάρχουν. «Προαπαιτούμενο για τον ακροδεξιό εξτρεμισμό είναι η μισαλλοδοξία ως ιδεολογία, αλλά όχι το λευκό δέρμα ή η γερμανική καταγωγή», εξηγεί ο ειδικευμένος στην έρευνα του εξτρεμισμού, Ματίας Κβεντ, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο Magdeburg-Stendal.
Η επίθεση στο Μαγδεμβούργο δεν είναι πρεμιέρα.
Ο ερευνητής Κβεντ διαπιστώνει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την πολύνεκρη επίθεση στο εμπορικό κέντρο του Μονάχου OEZ τον Ιούλιο του 2016. Δράστης τότε ήταν ο 18χρονος Ιρανογερμανός Ντάβιντ Σ., που σκότωσε 9 ανθρώπους και αυτοκτόνησε, για να μη συλληφθεί από την αστυνομία. Τα θύματα ήταν στην πλειονότητα νέες και νέοι τουρκικής καταγωγής, μεταξύ τους και ένας έλληνας νεαρός μουσουλμάνος από την Κομοτηνή.
Και ο Ντάβιντ Σ. στο Μόναχο, όπως και ο ψυχίατρος Ταλέμπ Α. στο Μαγδεμβούργο, μισούσε τους μουσουλμάνους, για αυτό είχε αλλάξει το αρχικό όνομά του «Αλί», μισούσε επίσης την πολιτική ηγεσία της Γερμανίας: «Αντίπαλοί μας τώρα είναι οι σαλαφιστές, οι οικονομικοί πρόσφυγες, η Μέρκελ». Και ο ένας και ο άλλος εναπόθεταν τις πολιτικές τους ελπίδες στο ακροδεξιό κόμμα AfD.
«Με εμάς θα εκτιναχτεί στα ύψη το AfD, οι σαλαφιστές θα μπουν στο στόχαστρο», έγραφε ο δολοφόνος του Μονάχου. Το ίδιο μίσος για τη Μέρκελ για τον υποτιθέμενο «εξισλαμισμό» της Ευρώπης έχει και ο δολοφόνος του Μαγδεμβούργου.
Η επίθεση του Μονάχου είχε χαρακτηριστεί «αμόκ» με ψυχολογικά αίτια.
Η εφημερίδα «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» επισημαίνει ότι, μόνον έπειτα από δύο χρόνια και μετά την έκθεση του ερευνητή Κβεντ για λογαριασμό του Δήμου Μονάχου, οι αρχές την κατατάσσουν επισήμως στην κατηγορία των επιθέσεων με ρατσιστικά κίνητρα.
Ούτε οι επιθέσεις με οχήματα είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό των ισλαμιστών τρομοκρατών. Η περίπτωση του Μαγδεμβούργου, κατά τον Βεντ, μπορεί να είναι «στρατηγική κατάληψη των μέσων του εχθρού».
Ανεξάρτητα από την κατάληξη της έρευνας για τον μακελάρη του Μαγδεμβούργου, ο υποψήφιος καγκελάριος του CDU/CSU δέχεται σκληρό ανταγωνισμό από την πρώτη υποψήφια καγκελάριο του AfD, Αλις Βάιντελ.
Τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Insa για την εφημερίδα «Μπιλντ», στην ερώτηση για την καταλληλότητα για την καγκελαρία προηγείται η Βάιντελ με 24%, ενώ ο Μερτς παίρνει 20%. Ακολουθούν ο υποψήφιος των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ με 15% και ο υποψήφιος του SPD Ολαφ Σολτς με 14%.
Αναφορικά με τη δύναμη των κομμάτων, η δημοσκόπηση δείχνει το CDU/CSU στο 32% (+1), το AfD 20% (+-0), το SPD 16% (-1), τους Πράσινους 12% (+1), το αριστερό κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ BSW 8% (+-0), το FDP 5% (+-0), την Αριστερά στο 3%. Η μέτρηση αυτή έγινε πριν από την επίθεση στο Μαγδεμβούργο και δεν συμπεριλαμβάνει τον απόηχο και τις συνέπειές της.