Απόψε είσαι για φιλί
Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν υπήρξε μια απλή περίπτωση τραγουδιστή. Αναμφίβολα υπήρξε για δεκαετίες η μεγαλύτερη φωνή της εποχής του, πολύ γρήγορα όμως μεταβλήθηκε σε ένα κοινωνικό φαινόμενο που ανάλογό του δύσκολα συναντάμε, ιδίως στον ευρωπαϊκό χώρο. Δεκάδες τραγουδιστές στην πορεία επιχείρησαν να μιμηθούν τη φωνή και το ύφος του, χιλιάδες ορκισμένοι θαυμαστές του συνέχισαν να του είναι πιστοί ακόμη και όταν αποσύρθηκε από τη νυχτερινή ζωή (και για μεγάλο χρονικό διάστημα, και από τη δισκογραφία), δρόμοι σε όλη την Ελλάδα φέρουν το όνομά του και σύλλογοι συσπειρώνουν τους θαυμαστές του έργου του. Με την πάροδο των ετών η μνήμη του όχι μόνο δεν ξεθωριάζει, αλλά, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά της ζωής του Καζαντζίδη, δυναμώνει καθώς το όνομά του μετατρέπεται σε θρύλο, για την ακρίβεια είναι πια θρύλος.
Ο Καζαντζίδης κυριάρχησε στο μουσικό και καλλιτεχνικό στερέωμα επικοινωνώντας με τους ακροατές των τραγουδιών του με έναν, θα λέγαμε, υπερβατικό τρόπο ο οποίος εκτείνεται πολύ πέραν της συνήθους σχέσης τραγουδιστή – πομπού και ακροατή – δέκτη. Ποιος ήταν όμως ο πυρήνας της σχέσης ανάμεσα στον Καζαντζίδη και στο κοινό του; Οπως έχει υποστηρίξει ο Λεωνίδας Οικονόμου, καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ήδη στο πρώτο βιβλίο για τον Στέλιο Καζαντζίδη με τίτλο «Στέλιος Καζαντζίδης. Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι», ο τελευταίος λειτουργεί ως «σαμάνος», ως ένας ιδιότυπος θεραπευτής που αφουγκράζεται και με τη συγκλονιστική φωνή του «γιατρεύει» τα τραύματα, συλλογικά και κοινωνικά, των ανθρώπων της γενιάς του. Ο Καζαντζίδης εμφανίζεται στο προσκήνιο στην αρχή της μετεμφυλιακής περιόδου όταν η δομική βία τόσο στην πολιτική της μορφή όσο και (ίσως περισσότερο) στην εκδοχή εκείνη που εκτείνεται στο επίπεδο της καθημερινότητας (ακραία φτώχεια, εξαθλίωση, παραίτηση) είναι ηγεμονική και προκαλεί εκτεταμένη κοινωνική οδύνη. Ο μικρασιατικής καταγωγής Καζαντζίδης είναι και ο ίδιος τραυματισμένος, η ταυτότητά του έχει ήδη σμιλευτεί από προσωπικά, οικογενειακά και συλλογικά δράματα, ο πόνος του είναι συντονισμένος με τον πόνο εκατομμυρίων Ελλήνων. Τραγουδώντας τα βάσανα του λαού, ο Καζαντζίδης προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές των «πιστών» του και με τον τρόπο αυτό ανακουφίζει τον δικό του πόνο. Στην πληθωρικότητα της φωνής του κρυσταλλώνονται με συγκλονιστικό τρόπο εικόνες και ιστορικές εμπειρίες των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αυτό που τον διαφοροποιεί από άλλους τεράστιους ερμηνευτές δεν είναι απλώς η μοναδικότητα της φωνής του αλλά η πρωτοφανής, στα όρια της θρησκευτικότητας, επικοινωνία που ο Καζαντζίδης έχει με τους «πιστούς» του που τον καταλαβαίνουν γιατί είναι ένας από αυτούς.
Αν όλα αυτά κουμπώνουν εύκολα στην ανάλυση των περίπου 450 τραγουδιών του που έχουν κοινωνικό και καταγγελτικό χαρακτήρα, τα ερωτικά τραγούδια του «Στέλιου» είναι μια άλλη περίπτωση. Οχι όμως μικρότερης αξίας καθώς μεταφέρουν εύγλωττα τα όνειρα και τους κραδασμούς μιας εποχής ραγδαίας κοινωνικής αλλαγής. Η ανάλυση στην οποία προχωράει με συστηματικό και, θα λέγαμε, ευφυή τρόπο ο συγγραφέας στα υποκεφάλαια του βιβλίου (π.χ. σοβαρές σχέσεις, ευτυχισμένο τέλος, ανδρικές αμφιβολίες και σφάλματα, κακές και μοιραίες γυναίκες, τρέλα και αφοσίωση) αναδεικνύει ένα πανόραμα μεταβολών, αντιστάσεων αλλά και αδρανειών σε ό,τι έχει να κάνει με τον έρωτα και την ερωτοτροπία που στρέφουν τον προβολέα σε πτυχές της κοινωνικής εξέλιξης μάλλον υποφωτισμένες, ικανές όμως μέσα στη μερικότητά τους να φωτίσουν το όλον.
Για να φτάσει στον στόχο του ο Οικονόμου δεν αξιοποιεί μόνο τη διαθέσιμη ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, αλλά προβαίνει σε ένα αξιοθαύμαστο εγχείρημα: εξιστορεί την ιστορία του έρωτα όπως αυτός αναπτύχθηκε και μορφοποιήθηκε από τον ύστερο Μεσαίωνα και μετά στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο λόγος της επιλογής αυτής έχει να κάνει με την ιστορικοποίηση της ερωτοτροπίας και με την κατάδειξη του ρόλου που έπαιξε ο χρόνος στη διαμόρφωση ενός λόγου που ο Καζαντζίδης αποθεώνει χωρίς να καταλαβαίνει την ιστορικότητά του (και χωρίς βέβαια κανείς, ούτε αυτός ούτε οι «πιστοί» του, να ήταν υποχρεωμένος να καταλάβει). Παρ’ όλα αυτά, ο ρομαντικός έρωτας που πριμοδοτεί τη σοβαρή σχέση, το ιδανικό τέλος της οποίας είναι η δέσμευση και ο γάμος, έρχεται από πολύ μακριά, γνωρίζει ενίοτε τριγμούς, για να ηγεμονεύσει εκ νέου από τις αρχές του εικοστού αιώνα γνωρίζοντας τις τελευταίες του δόξες στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο.
Τα ερωτικά τραγούδια του Καζαντζίδη όμως δεν λειτουργούν απλώς ως μία ψηφίδα που κουμπώνει στον ρου της ιστορικής εξέλιξης. Αποτυπώνουν εύγλωττα τους κραδασμούς του μεταπολεμικού κόσμου όταν και τα παραδοσιακά πρότυπα που είχαν να κάνουν με τους έμφυλους ρόλους ρευστοποιούνται και αποκτούν σταδιακά νέο περιεχόμενο. Οι μοντέρνες γυναίκες λ.χ., στις οποίες ο συγγραφέας αφιερώνει και δικαίως ένα απολαυστικό υποκεφάλαιο, εκπροσωπούν έναν τύπο θηλυκότητας που είναι παραδειγματικός της μεταπολεμικής εποχής, ιδίως της δεκαετίας του 1960: αφορούν γυναίκες που είναι περισσότερο αυτόνομες, με έντονο ενδιαφέρον για την εικόνα και τον καλλωπισμό τους, γυναίκες που εργάζονται και είναι ή δείχνουν λιγότερο διατεθειμένες να ευθυγραμμιστούν με τη σεξουαλική πειθάρχηση ή την απαίτηση για «έξωθεν καλή μαρτυρία». Παρά τη βαριά ανδροπρέπεια με την οποία διακρίνεται ο Καζαντζίδης, τα τραγούδια του δείχνουν αμφιθυμία απέναντι στις γυναίκες αυτές, μη απορρίπτοντας (μάλλον το αντίθετο) τη δημόσια έκθεση της θηλυκότητας και την απελευθέρωση των επιτελέσεων του ερωτικού παιχνιδιού.
Στο βιβλίο του Λ. Οικονόμου αναλύονται περίπου 260 τραγούδια με θέμα τον έρωτα, τις σχέσεις και την ερωτοτροπία, τα οποία καλύπτουν μια περίοδο δεκαπέντε ετών, από το 1952 έως το 1967, χρόνια βεβαίως γεμάτα από πολιτικά γεγονότα που συντάραξαν την Ελλάδα. Τα ερωτικά τραγούδια που τραγούδησε ο «Στέλιος» είναι τεκμήριο όχι μόνο της προσωπικότητας του ίδιου, καθώς «μοιράστηκε» με τους θαυμαστές του στο πλαίσιο της αυθεντικής τους επικοινωνίας πτυχές της ερωτικής του ζωής, αλλά και (επίσης τεκμήριο) της εξέλιξης που είχε στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο μια χώρα που μεταμορφώθηκε ταχύτατα σε τμήμα του δυτικού κόσμου όχι μόνο πολιτικά αλλά κυρίως πολιτισμικά.
Ο Κώστας Κατσάπης (kkats@panteion.gr) διδάσκει πολιτισμική ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και δημόσια ιστορία στο ΕΑΠ. Εχει συγγράψει και επιμεληθεί οκτώ βιβλία, με τελευταίο από αυτά το υβριδικό «Αυστραλία. Η επιστροφή» (Θεμέλιο, 2024)