Μπορεί να λυθεί;
Με δέσμη διαδικαστικών βημάτων και μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο Κοινοτήτων (Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων) καθώς και με τη σύγκληση μιας νέας πενταμερούς διάσκεψης στο τέλος Ιουλίου ολοκληρώθηκαν χθες στη Γενεύη οι εργασίες της πενταμερούς διάσκεψης (Κυπριακή Δημοκρατία, τουρκοκυπριακή κοινότητα, Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο). Δεδομένων των δυσκολιών, πρόκειται για θετική εξέλιξη – και το μέγιστο που μπορούσε να αποφασισθεί στο στάδιο αυτό –, η οποία διατηρεί την προοπτική επανέναρξης της διαδικασίας επίλυσης του κυπριακού προβλήματος ύστερα από οκτώ χρόνια πλήρους σχεδόν απραξίας (μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά το 2017). Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, υπό την αιγίδα και προεδρία του οποίου πραγματοποιήθηκε η Πενταμερής, επένδυσε ομολογουμένως προσπάθεια και κόπους εδώ και αρκετό καιρό προκειμένου να διαμορφώσει το πλαίσιο συνθηκών που θα επέτρεπε στις δύο πλευρές (Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους) να βρεθούν στο τραπέζι μαζί με τις εγγυήτριες δυνάμεις χωρίς να καταλήξουν σε αδιέξοδο. Προς την ίδια κατεύθυνση εργάστηκαν οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν. Υψηλό ενδιαφέρον για την επανεκκίνηση του Κυπριακού επέδειξε επίσης και η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα έστειλε επιστολή στον γενικό γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες επισημαίνοντας το ενδιαφέρον της ΕΕ για λύση του Κυπριακού στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ (Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία – ΔΔΟ) και σύμφωνα με το «ενωσιακό κεκτημένο». Σε μια χρονική στιγμή που λόγω των ραγδαίων γεωπολιτικών ανακατατάξεων η Ευρώπη/ΕΕ θέλει διακαώς να εντάξει την Τουρκία στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική άμυνας, το βέτο της Λευκωσίας (και Αθήνας) αποτελεί ένα δυσάρεστο εμπόδιο που η λύση του Κυπριακού θα μπορούσε να ακυρώσει. Η Ενωση έχει εμφανώς κουρασθεί από τα βέτο αυτά.
Το κρίσιμο ερώτημα βεβαίως είναι εάν τελικά η επανάληψη της προσπάθειας μπορεί να καταλήξει σε διευθέτηση του προβλήματος στη βάση της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας που είναι ως γνωστόν το πρότυπο πάνω στο οποίο διαπραγματεύονται οι δύο πλευρές από το 1977 (συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς). Οι προοπτικές εμφανίζονται δύσκολες έως εντελώς αρνητικές. Η τουρκοκυπριακή πλευρά και επισήμως η Τουρκία απορρίπτουν τώρα τη ΔΔΟ υπέρ της λύσης των δύο κρατών (κυρίαρχης ισότητας), της de jure δηλαδή διχοτόμησης της Κύπρου και νομιμοποίησης των τετελεσμένων της εισβολής και κατοχής. Από την άλλη μεριά, η ελληνοκυπριακή πλευρά ενώ ομνύει στη ΔΔΟ, δεν φαίνεται να πιστεύει ολόψυχα στη λογική και τις συνέπειες της ομοσπονδίας. Η οποία ομοσπονδία στηρίζεται σε δύο τουλάχιστον θεμελιακές αρχές: (α) στην πολιτική (όχι αριθμητική) ισότητα των μερών που τη συνιστούν (Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι) και (β) στον διαμοιρασμό (sharing) αγαθών, ευημερίας και εξουσίας, αρχή που συνεπάγεται τη μεταφορά πόρων (δημοσιονομικός ομοσπονδισμός) από την ευημερούσα στη λιγότερο αναπτυγμένη πολιτεία (Τουρκοκύπριους). Η Λευκωσία και οι πολιτικές δυνάμεις της δεν ομονοούν στη λογικώς απροϋπόθετη αποδοχή των αρχών αυτών. Μια ρίζα του αδιεξόδου βρίσκεται εδώ.
Παρά ταύτα, η γεωπολιτική κατάσταση απαιτεί λύση του Κυπριακού. Και παρά τις διαμετρικά διαφορετικές απόψεις, το Κυπριακό μπορεί και πρέπει να λυθεί σε μια λογική ομοσπονδίας ως ένα πρότυπο win-win για όλους – Κυπριακή Δημοκρατία, Τουρκοκύπριους, Ελλάδα, Τουρκία. Η πολιτική ευκαιρία προσφέρεται από το άνοιγμα της διαδικασίας ενσωμάτωσης της Τουρκίας στην Ευρώπη – κοινή άμυνα, πολιτικές, μετανάστευση, στρατηγικός διάλογος, κ.ά.
Η Λευκωσία πρέπει και μπορεί (εάν θέλει) να αξιοποιήσει δημιουργικά την ευρωτουρκική προοπτική. Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Οπως υπάρχουν και αρκετές εκδοχές ομοσπονδίας που σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα (νομική προσωπικότητα, κ.ά.) για την Κυπριακή Δημοκρατία και παράλληλα ικανοποιούν όλες τις θεμιτές ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας (που στην πλειοψηφία της θέλει ομοσπονδία και ΕΕ). Ενώ οι εξωτερικές πτυχές (εγγυήσεις, τουρκικά στρατεύματα, κ.λπ.) μπορούν επίσης μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία και το πλαίσιο να αντιμετωπισθούν δημιουργικά και τελεσίδικα. (Αλλά όχι με αλλόκοτες ενέργειες άκαιρων τριμερών συναντήσεων.)
Αυτονόητο είναι ότι η οποιαδήποτε (ομοσπονδιακή) λύση θα πρέπει να ικανοποιεί τις κοινωνίες και των δύο κοινοτήτων, οι οποίες θα έχουν και τον τελικό λόγο μέσω δημοψηφισμάτων να εγκρίνουν ή απορρίψουν το αποτέλεσμα.