Να δω τους ποιητές πρόφτασα εγώ
Ποιος με σύστησε το μακρινό 1993 ως νεοσσό συγγραφέα – κυρίως όμως ως παράξενο, διψασμένο πουλί – στον Διονύση Σαββόπουλο; Ο Τάσος Φαληρέας. Ο χαρισματικός εκείνος άνθρωπος, ιδιοκτήτης του δισκάδικου Pop Eleven, παραγωγός σε δισκογραφικές εταιρείες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, δαιμόνιος ανιχνευτής και εμψυχωτής ταλέντων. Πού συνέβη; Στο ζαχαροπλαστείο Dolce, μετέπειτα Φίλιον, στην οδό Σκουφά.
Στο οποίο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, έπιανα καθημερινά στασίδι μαζί με τους κολητούς μου Γιώργο Νέρη και Μανούσο Βολουδάκη. Συναντιόμασταν τα πρωινά στη Νομική. Άντε να παρακολουθούσαμε ένα ή δύο μαθήματα – Συνταγματικό με τον Φίλιππο Σπυρόπουλο, Εμπράγματο με τον Απόστολο Γεωργιάδη –, το σκάγαμε έπειτα από το αμφιθέατρο Σβώλου, περνούσαμε από το απέναντι φλιπεράδικο του Ηλία, του αυτοαποκαλούμενου «Ρωχάμη», κι ανάλαφροι από δεκάρικα – τα είχαμε γαρ ταΐσει στα παιχνίδια – ανηφορίζαμε την Ομήρου.
«Να δω τους ποιητές πρόφτασα εγώ…» τραγουδάει ο Σαββόπουλος. Είχα την ίδια τύχη. Στο Dolce σύχναζε η παρέα των ηθοποιών – Παναγιωτίδης, Κοτανίδης και ο Κωνσταντίνος Τζούμας, με την κομψότητα και με το φλέγμα ενός εξόριστου πρίγκιπα. Ο Νίκος Περάκης, που ο «Βίος και Πολιτεία» του είχε ξεπεράσει και τη «Λούφα και Παραλλαγή». Ο απίθανος σουρεαλιστής Πάνος Κουτρουμπούσης. Οι θεατρικοί συγγραφείς Σκούρτης, Ευθυμιάδης, Τσικληρόπουλος. Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος. Η ωραία και μοιραία Λυδία Λένωση, η Αντιγόνη Αμανίτου, κάποτε και η Μαλβίνα Κάραλη. Ο εκ Παρισίων διανοούμενος Κώστας Βεργόπουλος παρέσυρε καμιά φορά και τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά.
Βεβαίως οι πολιτικές ελπίδες της Μεταπολίτευσης, προεξάρχοντος του Κώστα Λαλιώτη. Σπανίως και ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Και κάποιοι εντελώς μυστήριοι τύποι: ο εκδότης της εφημερίδας «Kolonaki Times, Καιροί στο Κολωνάκι» Σάκης Μαυρέλης. Και ο κατά φαντασίαν ναύαρχος – Διακογιάννη τον έλεγαν; – να αγναντεύει με τα κιάλια από τα σκαλιά του Αϊ-Διονύση τα ελληνικά υποβρύχια που έβγαζαν δήθεν καταδρομείς στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου – «επίκεται η απελευθέρωσις της Σμύρνης!» μας ανακοίνωνε – ποιος να του φέρει αντίρρηση; – μια μέρα, αλίμονο, τράβηξε τη σκανδάλη του όπλου του, αυτοκτόνησε…
Ήταν όλοι εκείνοι φίλοι; Ουδόλως. Κάποιοι αλληλοπεριφρονούνταν. Αλλοι χάνονταν στις σκέψεις τους ή βυθίζονταν στα βιβλία τους. Επικρατούσε ατμόσφαιρα αλληλοδιδασκαλείου – διέπλαθαν οι πρεσβύτεροι τους νεότερους; Πλάκα κάναμε ως επί το πλείστον. Φλερτάραμε τα κορίτσια κερνώντας τα τυρόπιττες, παίρναμε στο ψιλό όποιον ψήλωνε ο νους του και αγόρευε με ύφος τρανού στοχαστή ή καλλιτέχνη.
Και όμως. Εκεί έδειξα στον Χρήστο Βακαλόπουλο το πρώτο μου δημοσιευμένο διήγημα, στο περιοδικό «Κοντροσόλ στο Χάος» που έβγαζαν ο Αλέξης Μπίστικας και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Σε εκείνα τα τραπέζια είχα την ευλογία να ακούσω τις σπαρταριστές διηγήσεις και τις εκ βαθέων εξομολογήσεις του Βασίλη Βασιλικού.
Μπορεί να μην πρόλαβα το θρυλικό Μπραζίλιαν, το Βυζάντιον, τον Λουμίδη, έκανα όμως εικοσαετή σχεδόν θητεία στο τελευταίο εμβληματικό εντευκτήριο της Αθήνας. Το τελευταίο; Είναι δυνατόν; Δεν έχει η πόλη σήμερα ανάγκη από σημεία αναφοράς, από εργαστήρια ζύμωσης και έμπνευσης και δημιουργίας ξεχωριστών στιγμών; Ή δεν αδειάζει πλέον ο κόσμος να αράζει με τις ώρες στα καφενεία, να πιάνει την κουβέντα με όποιον παρακαθήμενό του τού κινεί το ενδιαφέρον;
Μακάριζε ο Σαββόπουλος τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο, οι οποίοι είχαν ζήσει δημόσια, από στέκι σε στέκι, συνεχίζοντας μια παράδοση που περνούσε από τον Παπαδιαμάντη – θαμώνα της Δεξαμενής –, τον Βάρναλη της «υπόγειας ταβέρνας» κι έφτανε μέχρι την αρχαία Αθήνα. Από τι έχει υποκατασταθεί η αγορά όχι χρημάτων μα ιδεών; Από τα σόσιαλ μίντια; Πόσο ευνουχίζεται η επικοινωνία αν εξαντλείται σε μια οθόνη κι ένα πληκτρολόγιο…
Ελπίζω ειλικρινά ότι εγώ έχω μείνει πίσω, στην απέξω. Οτι σε κάποια υπόγεια ή ταράτσες ή σε πεζοδρόμια, μαζεύονται ακόμα παρέες γνωστών-άγνωστων φανατικές για λακριντί, καβγάδες κι έρωτες, πνευματικούς και σαρκικούς. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε οδεύουμε με τα χίλια, διά της ιδιωτικής οδού, προς τον καλλιτεχνικό μαρασμό. Προς την ουσιαστική κι οριστική έκπτωση της δημοκρατίας.
