Θα μπορούσε η απορρόφηση των δανείων του ΤΑΑ να είναι καλύτερη;
Ο σχεδιασμός που είχε τεθεί εξαρχής από την ΕΕ για το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (ΤΑΑ), προβλέπει ότι η έγκριση των επενδυτικών σχεδίων που θα χρηματοδοτηθούν από αυτό πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως τον Αύγουστο 2026. Όσο πλησιάζει αυτή η ημερομηνία, εντείνεται η ανησυχία ότι σημαντικό μέρος αυτών των πόρων, το οποίο σήμερα εκτιμάται έως το 25%, θα παραμείνει αδιάθετο. Αυτό έχει δώσει αφορμή για να διατυπωθούν στον δημόσιο διάλογο ορισμένα ερωτήματα που χρήζουν απάντησης.
Το πρώτο ερώτημα αφορά το αν ήταν ορθό να δοθεί στις τράπεζες λόγος στον σχεδιασμό διάθεσης των δανείων του ΤΑΑ ή έπρεπε το Κράτος να διαχειριστεί τα κονδύλια αυτά και δη υπέρ των μικρομεσαίων. Καταρχάς, ο σχεδιασμός του προγράμματος από την ΕΕ όρισε ότι δεσμευτικά 38% των πόρων έπρεπε να αφορά την πράσινη μετάβαση και 20% την ψηφιοποίηση. Αυτές οι δραστηριότητες εκ της φύσης τους απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις που έχουν τη σχετική τεχνογνωσία και όχι σε ΜΜΕ, για τις οποίες έχουν σχεδιαστεί άλλα δανειοδοτικά εργαλεία (ΤΕΠΙΧ, ΕΑΤ κτλ). Άλλωστε, βασικός λόγος για την χαμηλή παραγωγικότητα στην ελληνική οικονομία είναι ότι το μέσο μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης είναι πολύ μικρό, με αποτέλεσμα αυτή να μην επενδύει επαρκώς και να μην εξάγει.
Η ανάθεση του βασικού ρόλου επιλογής των επενδυτικών σχεδίων στις τράπεζες, σε συνδυασμό με την υποχρέωση συμμετοχής από ιδιωτικά και τραπεζικά κεφάλαια, υπήρξε μία θεμελιωδώς σωστή πολιτική καθότι οδηγούσε στην επιλογή εκείνων των σχεδίων τα οποία πληρούσαν τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια βιωσιμότητας. Εάν η επιλογή των επενδύσεων προς χρηματοδότηση γινόταν από το Κράτος ή και με πολιτικά κριτήρια, πιθανώς θα συνεπαγόταν την χαλάρωση των κριτηρίων βιωσιμότητας, ώστε μπορεί μεν να αυξανόταν η απορρόφηση των πόρων, αλλά αυτοί οι πόροι δεν θα διατίθεντο αναγκαστικά σε παραγωγικές και οικονομικά βιώσιμες χρήσεις και άρα δεν θα αύξαναν το μελλοντικό ΑΕΠ.
Η εμπειρία από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία δείχνει ότι η ταχύτητα απορρόφησης δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων. Χώρες με υψηλά ποσοστά απορρόφησης συχνά παρουσιάζουν χαμηλότερες αποδόσεις στην παραγωγικότητα ή στην καινοτομία, όταν οι πόροι διοχετεύονται χωρίς αυστηρή αξιολόγηση των επιπτώσεων. Η θεωρία των Acemoglou-Robinson που τους χάρισε το Nobel πέρυσι έχει δείξει ότι η ποιότητα των θεσμών και η κουλτούρα και όχι η ρευστότητα καθορίζουν την ανάπτυξη μιας χώρας μακροπρόθεσμα. Μπορεί η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων να τονώνει την ζήτηση βραχυπρόθεσμα αλλά μακροπρόθεσμα η οικονομία δεν θα έχει όφελος χωρίς μία στρατηγική για τον αναπροσανατολισμό των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων -και του παραγωγικού υποδείγματος εν γένει- προς τομείς υψηλότερης τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας μέσω μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα και στο παρελθόν έχει λάβει κολοσσιαίες καθαρές μεταβιβάσεις από την ΕΕ, από την εισδοχή της στην ΕΟΚ ακόμη (ΜΟΠ, ΕΣΠΑ, ΚΑΠ κτλ), αξίaς άνω των €180 δις έως και πριν την κρίση, αλλά καμία εξ αυτών δεν άλλαξε ουσιωδώς το παραγωγικό μοντέλο διότι όλες διοχετεύτηκαν στη ζήτηση. Να μην λησμονείται ότι τα δάνεια του ΤΑΑ επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και, αν οι επιχειρήσεις οι οποίες τα λάβουν δεν επενδύσουν σε κερδοφόρα έργα που θα τους επιτρέψουν να αποπληρώσoυν τις υποχρεώσεις τους, αυτές θα επιπέσουν στους ώμους του φορολογούμενου. Η κρατική παρέμβαση θα είχε ίσως νόημα για δραστηριότητες οι οποίες, ναι μεν έχουν χαμηλή απόδοση, ώστε δύσκολα να είναι χρηματοδοτήσιμες με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αλλά έχουν θετικές εξωτερικότητες διασποράς τεχνολογίας και know how στην οικονομία. Ωστόσο, η περιορισμένη διοικητική και τεχνική ικανότητα, τόσο του δημοσίου όσο και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στη σύνταξη και ωρίμανση επενδυτικών σχεδίων λειτουργεί ανασχετικά στην πρακτική υλοποίηση.
Πρόσθετος λόγος για την μη απορρόφηση είναι και η βαριά γραφειοκρατία της εγκριτικής διαδικασίας: οι επιχειρήσεις οι οποίες γνωρίζουν ότι τα επενδυτικά τους σχέδια δεν μπορούν να ωριμάσουν μελετητικά και κατασκευαστικά μέχρι το τέλος του 2026, πιθανώς δεν μπήκαν καν στη διαδικασία της αίτησης. Καθυστερήσεις παρατηρούνται σε πολλές χώρες και το ΤΑΑ δεν θα εξαντλήσει τους διαθέσιμους πόρους στις περισσότερες.
Ωστόσο, το ανησυχητικό είναι ότι, ενώ αρχικά η Ελλάδα ήταν στις πρώτες θέσεις σε υλοποίηση και εκταμιεύσεις στη ΕΕ, η σχετική μας θέση επιδεινώνεται όσο τα ορόσημα των μεταγενέστερων στόχων αφορούν ολοένα και σε μεγαλύτερο ποσοστό στην επίτευξη στόχων στην υλοποίηση επενδύσεων και δράσεων (π.χ. έγκαιρη έναρξη λειτουργίας έργων, απλούστευση διαδικασιών, ολοκλήρωση κτηματολογίου, εγκατάσταση δυναμικότητας παραγωγής υδρογόνου), αντί για προκηρύξεις διαγωνισμών, έναρξη δράσεων, επιδοτήσεις, ψήφιση νόμων κλπ. στα προγενέστερα ορόσημα. Η πιο απαιτητική αιρεσιμότητα αποκαλύπτει τις διαχρονικές αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης. Μελέτη της ΕΚΤ δείχνει ότι η Ελλάδα ήταν 15η μεταξύ των 20 χωρών της Ευρωζώνης στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και 16η στην υλοποίηση επενδύσεων-ορόσημων.
Μία δεύτερη αιτίαση είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας, ενώ του δίνεται η δυνατότητα χαμηλότοκων δανείων, δεν αναλαμβάνει αρκετά ρίσκα. Ωστόσο, η οικονομική έρευνα έχει δείξει ότι η κυριότερη αιτία που αποτρέπει μακροχρόνιες παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα δεν είναι το κόστος κεφαλαίου αλλά η ποιότητα του οικονομικού κι επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Σε αυτό, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της και διεθνών ανταγωνιστών. Για παράδειγμα, στους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, παρά την πρόοδο σε κάποιες περιοχές, εξακολουθούμε να υστερούμε σε όλους τους τομείς (αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, έλεγχος της διαφθοράς, ποιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και ισχύος του νόμου) έναντι του μέσου όρου της ΕΕ. Σύμφωνα με το WIPO, η Ελλάδα είναι 25η από τις 27 χώρες της ΕΕ όσον αφορά την εισαγωγή καινοτομίας στην παραγωγή.
Ακόμα πιο ανησυχητικό, σύμφωνα με το TMF Global Business Complexity Index, η Ελλάδα είναι 1η μεταξύ 79 χωρών, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, όσον αφορά την πολυπλοκότητα και την ακαμψία του ρυθμιστικού και φορολογικού περιβάλλοντος, παράγων που λειτουργεί ανασχετικά στις επενδύσεις και το διεθνές εμπόριο ακόμα και σε κατά τ’ άλλα ελκυστικές γεωγραφίες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ανθούν δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας, που απαιτούν από τον επενδυτή μακροπρόθεσμη δέσμευση χρημάτων, πάρα μόνο δραστηριότητες με ταχεία απόδοση, αυτόματα κερδοφόρες λόγω φυσικών πλεονεκτημάτων (ήλιος – θάλασσα στον τουρισμό, πρώτες ύλες στις εξορύξεις) ή λόγω εμποδίων εισόδου – εξόδου που εισάγει η ίδια η δημόσια διοίκηση μέσω νομοθεσίας και πρακτικών.
Η θεσμική αβεβαιότητα και η ασυνέπεια πολιτικών κανόνων αυξάνουν τον πιθανό κίνδυνο μακροπρόθεσμων επενδύσεων όπως των αντιλαμβάνονται οι υποψήφιοι επενδυτές. Άλλωστε η σημασία και του ίδιου του παράγοντα του επιτοκίου έχει αμβλυνθεί σημαντικά μετά την μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ: γιατί να υποστεί μία επιχείρηση το τεράστιο κόστος της συμμόρφωσης στη γραφειοκρατία για να λάβει ένα δάνειο με επιδοτούμενο επιτόκιο όταν μπορεί να βρει πλέον σχεδόν παρόμοιο επιτόκιο χωρίς όρους στην αγορά.
Εν κατακλείδι, η απορρόφηση του ΤΑΑ μπορεί να ωφεληθεί από τον περιορισμό της σχετικής γραφειοκρατίας: χρήση τεχνικής υποστήριξης σε επίπεδο ΕΕ, απλούστευση απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων και συνέργειες μεταξύ διαφορετικών διαδικασιών ελέγχου. Η μακροπρόθεσμη ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης όμως επιβάλλει την επιτάχυνση των γνωστών σε όλους μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, με έμφαση στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
