Ράλι αυξήσεων στα ασφάλιστρα
Αυξήσεις ύψους 14-15%, που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν έως και 30%, έχουν δει τα ασφάλιστρα τους τελευταίους μήνες, με τους ασφαλισμένους των ιδιωτικών εταιρειών να αναγκάζονται να καταβάλλουν μεγαλύτερα ποσά κάθε μήνα. Οι αυξήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν μια σειρά από προβλήματα στην ασφαλιστική αγορά και αφορούν το εύρος της ασφαλιστικής κάλυψης των ιδιωτών, το φαινόμενο της διπλής τιμολόγησης από ιδιωτικά νοσοκομεία και κλινικές, τον πληθωρισμό, την πανδημία, ακόμα και την κλιματική αλλαγή! Μάλιστα, πηγές της ασφαλιστικής αγοράς αναφέρουν στα «ΝΕΑ» ότι οι αυξήσεις δεν πρόκειται να σταματήσουν άμεσα.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις αφορούν τα παλιά (ισόβια) ασφάλιστρα υγείας, τα οποία αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς. «Οι αυξήσεις στα παλιά ασφάλιστρα υγείας γίνονται στο πλαίσιο της προσπάθειας των ασφαλιστικών να διακόψουν παλιά συμβόλαια και να τα αντικαταστήσουν με νέα, τα οποία έχουν διάρκεια ενός έτους και στα οποία γίνεται ετήσια προσαρμογή των όρων. Ωστόσο, τα νεότερα συμβόλαια δεν εξασφαλίζουν το ίδιο εύρος υγειονομικών υπηρεσιών με τα παλιά» λέει στα «ΝΕΑ» η Παναγιώτα Καλαποθαράκη, πρόεδρος της Ενωσης Καταναλωτών η Ποιότητα της Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ).
Από το 2022, οι ασφαλιστικές διαμορφώνουν τις τιμές των ασφαλίστρων υγείας με βάση τον Ενιαίο Δείκτη Υγείας (ΕΔΥ), ο οποίος ορίζεται από τον ΙΟΒΕ βάσει ανάλυσης των στοιχείων των αποζημιώσεων των ασφαλιστικών εταιρειών. Σύμφωνα με την τελευταία σχετική έρευνα για το 2022, ο ΕΔΥ παρουσίασε αύξηση 14% συνολικά, και χωρίς την επίδραση της ηλικίας η αύξηση ανήλθε σε 8,2%. Ετσι, για τους ασφαλισμένους άνω των 65 ετών, το κόστος της ασφάλισης γίνεται δυσβάσταχτο και μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και τις 5.000 ευρώ ετησίως.
Η αύξηση στον όγκο των αποζημιώσεων εν μέρει δικαιολογεί τις ανατιμήσεις στα ασφάλιστρα υγείας τη φετινή χρονιά. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η πρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ, ο ΕΔΥ λαμβάνει υπόψη μόνο το κόστος της ιδιωτικής υγείας, και όχι αυτό της δημόσιας. Σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ, ο ετήσιος πληθωρισμός στις υπηρεσίες υγείας ανήλθε σε μόλις 1,3% τον Μάιο.
«Συμφωνία κυρίων» . Ενας ακόμα παράγοντας που πιέζει τις τιμές των ασφάλιστρων υγείας προς τα πάνω είναι η τακτική των ιδιωτικών νοσοκομείων και κλινικών να τιμολογούν διαφορετικά τις υπηρεσίες τους, ανάλογα με το αν τις παρέχουν σε ασθενή με ή χωρίς ιδιωτική ασφάλιση. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο μια ιατρική πράξη που κοστολογείται στις 3.000 ευρώ για έναν ασθενή χωρίς ιδιωτική ασφάλιση να έχει διπλάσιο ή και μεγαλύτερο κόστος για έναν ιδιωτικά ασφαλισμένο. Καθώς η ιδιωτική υγεία είναι μια κλειστή αγορά με δύο βασικούς «παίκτες» ο – ουσιαστικά ανύπαρκτος – ανταγωνισμός δεν λειτουργεί ρίχνοντας τις τιμές προς τα κάτω.
Την τακτική αυτή έχουν στηλιτεύσει επανειλημμένα οι ασφαλιστικές εταιρείες, χωρίς όμως να έχει υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Ωστόσο, πηγές με γνώση της ασφαλιστικής αγοράς θεωρούν πως πρόκειται για μια «συμφωνία κυρίων» μεταξύ παρόχων ιδιωτικής υγείας και ασφαλιστών προκειμένου αμφότεροι να αυξήσουν τα έσοδά τους. Επιπλέον, στις αυξημένες τιμές των ασφάλιστρων προστίθεται και το κόστος του «δικαιώματος συμβολαίου», το οποίο μπορεί να φτάσει ως και το 10% του ασφάλιστρου.
Σύμφωνα με κύκλους της ασφαλιστικής αγοράς, πάντως, υπάρχουν και άλλες μεταβλητές που ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές των ασφάλιστρων. Παράλληλα, ο πολύ υψηλός ΦΠΑ στην ιδιωτική υγεία (24%) αυξάνει περαιτέρω τις αποζημιώσεις που καλούνται να πληρώσουν οι ασφαλιστικές – αν και, σύμφωνα με την Παναγιώτα Καλαποθαράκη, έχουν υπάρξει καταγγελίες ασφαλισμένων στους οποίους οι ασφαλιστικές έχουν αρνηθεί να καλύψουν το «καπέλο» του φόρου. Οι ασφαλιστικές εταιρείες, από τη μεριά τους, ζητούν τη μείωση του ΦΠΑ σε χαμηλότερα επίπεδα, σε πρώτη φάση στο 15%.