Η τραγωδία, τα στεγανά και μια μελανή σελίδα στην ιστορία της Πυροσβεστικής
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2018 οι στάχτες από τη σαρωτική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου κάλυπταν ακόμη το Μάτι. Το πένθος για τους νεκρούς, ο συνολικός αριθμός των οποίων θα έφτανε τους 104, αντικαθιστούσε σταδιακά η οργή και τα αμείλικτα ερωτήματα για όσα τραγικά διαδραματίστηκαν μέσα σε λίγες ώρες ένα καλοκαιρινό απόγευμα Δευτέρας.
Η δικαστική έρευνα βρισκόταν σε εξέλιξη, με την Εισαγγελία να έχει ορίσει ως πραγματογνώμονα τον επιπυραγό τότε Δημήτριο Λιότσιο, ο οποίος καλούνταν να διερευνήσει μεταξύ άλλων πράξεις και παραλείψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Ομως, όπως θα κατέθετε ο ίδιος στο δικαστήριο αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο έως τότε αρχηγός Σωτήριος Τερζούδης αποχώρησε από την ηγεσία του Πυροσβεστικού Σώματος διακόπηκε η πρόσβασή του στα επίσημα έγγραφα και τα ημερολόγια των αεροσκαφών. Οι δε «προτροπές» που δεχόταν το προηγούμενο διάστημα για τον τρόπο με τον οποίον έπρεπε να χειριστεί την υπόθεση, μετατράπηκαν σε πιέσεις.
Στις 21 Σεπτεμβρίου ο Λιότσιος κλήθηκε στο γραφείο του νέου αρχηγού Βασίλη Ματθαιόπουλου, ο οποίος στην τετ α τετ συνάντηση του άσκησε αφόρητες πιέσεις να «θάψει» την υπόθεση και να αποδώσει την καταστροφή στους ισχυρούς ανέμους, την καύσιμη ύλη, τη μείξη πεύκων με σπίτια και την άναρχη δόμηση. Απείλησε δε τον πραγματογνώμονα με δικαστικές – και όχι μόνο – περιπέτειες σε περίπτωση που καταδείξει ευθύνες υπηρεσιακών παραγόντων εντός και εκτός του Σώματος.
Εξι χρόνια μετά το Μάτι και λίγες εβδομάδες μετά την καταδίκη Ματθαιόπουλου σε 30 μήνες με αναστολή για τις πιέσεις σε βάρος του Λιότσιου (νωρίτερα είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε 15 χρόνια φυλάκιση και για τους χειρισμούς του την ημέρα της πυρκαγιάς), η προσπάθεια αλλοίωσης της πραγματογνωμοσύνης για τη φονικότερη πυρκαγιά στην ιστορία του ελληνικού κράτους παραμένει μια μελανή σελίδα στην ιστορία του Πυροσβεστικού Σώματος, ενδεικτική των «στεγανών» που εξακολουθούν να υπάρχουν στο εσωτερικό του.
Πιέσεις.
Οι πιέσεις σε βάρος του Δημήτρη Λιότσιου, όπως περιέγραψε ο ίδιος τον περασμένο Μάιο κατά την εκδίκαση της μήνυσής του σε βάρος του Ματθαιόπουλου, ξεκίνησαν αμέσως μετά τον διορισμό του και είχαν ως στόχο να τον «αποτρέψουν από την εκπλήρωση του καθήκοντός του». Οταν στις αρχές Αυγούστου έλαβε δεύτερο διοριστήριο με διευρυμένες αρμοδιότητες οι πιέσεις κλιμακώθηκαν: «Πρόσεξε τι γράφεις, θα πάθεις κακό, θα σε στείλουμε στη Σάμο ή στην Κω και στην πρώτη φωτιά δεν θα σου σηκώνουν τα εναέρια, το ίδιο συνέβη στη Μάνη και τα Κύθηρα, έτσι γίνονται τα παιχνίδια» ήταν μερικές από τις απειλές που δέχτηκε ο πραγματογνώμονας από τον τότε αρχηγό της Πυροσβεστικής, σύμφωνα με την κατάθεσή του στο δικαστήριο.
Σε διαδοχικές καταθέσεις του στον ανακριτή τον Μάρτιο του 2020 ο πραγματογνώμονας είχε μεταξύ άλλων δηλώσει – σύμφωνα με ρεπορτάζ των ημερών στο in.gr – ότι ο Ματθαιόπουλος «άρχισε να με απειλεί και να μου λέει ότι αν δεν τον ακούσω θα χρειαστώ πολλούς δικηγόρους και ό,τι λεφτά πάρω θα τα χαλάσω σε δικούς μου δικηγόρους και δεν θα ξεμπλέξω ούτε σε επτά χρόνια.
Ακόμα μου είπε ότι αν δεν τον ακούσω θα έχω και μια δεύτερη μετάθεση δυσμενή Σάμο ή Κω. Συνέχισε να με παροτρύνει, με απειλητικό ύφος, να γράψω τα πράγματα με απλά λόγια και ότι η υπουργός τον είχε πάρει προηγουμένως τηλέφωνο και του ζήτησε να μου πει ο Ματθαιόπουλος το ίδιο, δηλαδή να γράψω απλά πράγματα. Δηλαδή ενέπλεξε και την υπουργό στην προσπάθειά του να αλλοιώσει την έρευνα.
Επίσης μου είπε ότι είτε με αυτή την κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ) είτε με την άλλη (ΝΔ που ερχόταν τότε) θα ήμουν φαγωμένος αν έγραφα την αλήθεια όπως αναφέρει χαρακτηριστικά “θα σε αφήσουν οι άλλοι μετά εδώ μέσα;”. Ακόμη μου υπενθύμισε τις προηγούμενες απειλές του που μου είχε εξαγγείλει σε προηγούμενες συναντήσεις μας “είτε με καλό τρόπο είτε με κακό τρόπο”.
Μετά άρχισε πάλι το ύφος του να γίνεται απειλητικό και να μου λέει τι πάω να κάνω, ότι δήθεν πάω να τα βάλω με τα θηρία, ότι εδώ έχει 100 νεκρούς και μιλάμε για χρήμα. Οτι σε περίπτωση που βγει η αλήθεια, ο ένας θα δίνει τον άλλον και ότι δεν θα επιβιώσω ούτε εγώ και ότι θα μείνω μόνος μου».
Σημειώνεται ότι τον Μάρτιο του 2019 η μοτοσικλέτα του Δημήτρη Λιότσιου υπέστη δολιοφθορά η οποία θα μπορούσε να του στοιχίσει τη ζωή. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το όχημα κλάπηκε.
Λάθη και παραλείψεις. Παρά τις πιέσεις η πραγματογνωμοσύνη του Λιότσιου ολοκληρώθηκε, ενώ ορισμένα από τα λάθη και τις παραλείψεις που οδήγησαν στην τραγωδία με τους 104 νεκρούς παρουσιάστηκαν από τον ίδιον κατά τη μαραθώνια κατάθεσή του στη δίκη για το Μάτι, τον Μάρτιο του 2023.
Μεταξύ άλλων ο δικαστικός πραγματογνώμονας κατέθεσε ότι η εντολή εκκένωσης της περιοχής έπρεπε να είχε δοθεί από τις 5.30 το απόγευμα, πριν το πύρινο μέτωπο διαβεί τη Λεωφόρο Μαραθώνος, καθώς ήδη από τότε ο κίνδυνος ήταν σαφής. Διέψευσε τα περί ανυπαρξίας διόδων προς τη θάλασσα, εξηγώντας ότι απόκρημνες ακτές με δαιδαλώδεις δρόμους υπάρχουν κυρίως στην περιοχή Κόκκινο Λιμανάκι.
Αποκάλυψε ότι το Κέντρο Ερευνας και Διάσωσης του Λιμενικού πληροφορήθηκε για την ύπαρξη ανθρώπων στη θάλασσα από την αντίστοιχη υπηρεσία της Δανίας, ενώ υπογράμμισε ότι παρά την πρόγνωση για συνθήκες ακραίας επικινδυνότητας το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΣΚΕ) δεν είχε στείλει εγκαίρως αίτημα στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας για εναέρια επιτήρηση της Αττικής.
Ως αποτέλεσμα, την ημέρα της φωτιάς στο Μάτι στην περιοχή είχε πετάξει δύο φορές μόνο ένα αεροσκάφος από ιδιωτική αερολέσχη. Ξεκαθάρισε ακόμα ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν πλοιάρια για διάσωση από θαλάσσης που διαθέτει το Πυροσβεστικό Σώμα, έκανε λόγο για εμπλοκή του τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη στη διάθεση των εναέριων μέσων και κατέδειξε ότι το ΕΣΚΕ είχε ενημερωθεί εγκαίρως και είχε το περιθώριο να δράσει για να αποτρέψει την τραγωδία.