Η αιώνια λιακάδα ενός συνθέτη
Από τα μπαράκια των Αθηνών την περίοδο της Κατοχής, τα φοιτητικά έδρανα της Φυσικομαθηματικής Σχολής, τις διδακτορικές σπουδές στη Χημεία στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ των ΗΠΑ, τη συνεργασία του με τον Χάρι Τζέιμς (ο οποίος έχει χαρίσει μια από τις πιο ευφάνταστες διασκευές στη «Μισιρλού») ως την ελληνική δισκογραφία και τον ελληνικό κινηματογράφο, ο μετρ των σάουντρακ αφήνει έντονο μελωδικό αποτύπωμα. Οχι μόνο για το πρωτοποριακό και εμπνευσμένο στυλ του αλλά κυρίως για τη βαθιά ευγένεια με την οποία φρόντισε να διαποτίσει κάθε νότα. Αυτός είναι ο κόσμος που άφησε πίσω του σαν καταφύγιο όταν γύρω πέφτει «βαθιά σιωπή» όπως λένε οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου – ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια – που βρίσκεται στον ιστορικό «Δρόμο», ερμηνευμένο αξεπέραστα από τους Γιάννη Πουλόπουλο, Ρένα Κουμιώτη και Πόπη Αστεριάδη.
Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι αυτός ο συνθέτης των μεγάλων και πολλών επιτυχιών της ελληνικής δισκογραφίας δεν έχει περάσει ούτε μια ώρα από ωδείο. Κι όμως, ο Μίμης Πλέσσας σχεδόν καμάρωνε γι’ αυτή του την «έλλειψη». Μάλιστα όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» – στον Γιάννη Ζουμπουλάκη – όταν ήταν η ώρα να σπουδάσει μουσική οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη ζωή του τον οδήγησαν στην επιστημονική γνώση. Ο πολυβραβευμένος μουσικός που η ζωή του διαπερνά όλη την ιστορία του εικοστού αιώνα, κατάφερε, σύμφωνα με τη δική του αποτίμηση, να γίνει ένας επιστήμονας στην τέχνη του και καλλιτέχνης στην επιστήμη του. Ανήσυχος και δημιουργικός με ζωντανό το ενδιαφέρον του προς κάθε τι όπου έστρεφε το βλέμμα του. Οπως ας πούμε για την τεχνολογία στην οποία εντρύφησε με αξιοθαύμαστο τρόπο.
Αυτοδίδακτος ήταν και στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών ύστερα από παρότρυνση του γιου του Αντώνη: «Δρ Μιμιού, τώρα με αυτά θα μάθεις να ”καβαλάς” τη μουσική». Κατακτούσε με άνεση ό,τι του κέντριζε το ενδιαφέρον. Με την ίδια άνεση κατέγραφε τη μουσική του ευφυΐα σε όποιο είδος κι αν συνέθετε, από την τζαζ μέχρι τα ευγενή λαϊκότροπα που δεν στερούνταν εκείνο το αίσθημα που θα έφτανε στο πλατύ κοινό μέσα από δεξιοτεχνικούς δρόμους.
Η μουσική, τρόπος ζωής
Η μουσική έγινε ο τρόπος που ήθελε να ζήσει τη ζωή του. Συνειδητοποίησε από πολύ νωρίς ότι ήταν «αρχή, η μέση και το τέλος» όπως συνήθιζε να λέει. Το πρώτο σκίρτημα το ένιωσε όταν έκατσε για πρώτη φορά σε ηλικία 6 ετών στο πιάνο της γιαγιάς του. Από τότε δεν έπαψε να αφοσιώνει στη μουσική ώρες ατελείωτες. Εργαζόταν επίμονα και με πρόγραμμα το οποίο δύσκολα το διατάρασσε. Ακουγε κάθε πρωί και από τις 11 έως τις 2 το μεσημέρι είτε διασκεύαζε παλιά του κομμάτια σε τζαζ, είτε έγραφε νέες συνθέσεις και πολλές από αυτές τις έστελνε στην κόρη του, η οποία διαχειρίζεται το επίσημο κανάλι του στο YouTube και τις ανέβαζε. Ακούραστη συνοδοιπόρος του.
Ολα άρχισαν από την οδό Ηρακλείου 14, πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, σ’ ένα αρχοντικό, χτισμένο σε μια μικροαστική συνοικία της πόλης. Ο σπουδαίος συνθέτης μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον που είχε κακουχίες, στερήσεις, δυσκολίες, μεγάλη φτώχεια και αξεπέραστα βιώματα. Η ιστορία της οικογένειάς του ξεκινάει από τη Ζάκυνθο, τόπος καταγωγής του παππού του σιορ Μίμη, που έφερε στον κόσμο δώδεκα παιδιά. Πρωτότοκος, ήταν ο πατέρας του συνθέτη, Αντώνης, ο οποίος ήλθε εις γάμου κοινωνίαν με την Ελένη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Πιλοποιοί, δηλαδή κατασκεύαζαν κατά κύριο λόγο καπέλα για άνδρες. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως έφερε την οικονομική καταστροφή, αφού, σύμφωνα με τις εξιστορήσεις του Μίμη Πλέσσα, οι Ιταλοί κατάσχεσαν το εργοστάσιο και το μετέτρεψαν σε στάβλο ο οποίος έγινε πεδίο μάχης κατά τη διάρκεια του αιματηρού Εμφυλίου.
Από τα συγκλονιστικά και επώδυνα βιώματα που έζησε ο φωτεινός δημιουργός εκείνο που, όπως έχει δηλώσει, τον χάραξε ήταν σε ηλικία 39 ετών. Εχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Ηταν «μια δυσαναπλήρωτη απώλεια. Ημουν μόλις 19 ετών. Ευτυχώς, όταν γεννήθηκε η κόρη μου, η Ελεάνα, αισθάνθηκα ότι η μητέρα μου ξαναγεννήθηκε. Της μοιάζει αφάνταστα» είχει πει. Η μητέρα του, για εκείνον «η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου» αντέδρασε σφόδρα όταν της ανακοίνωσε την επιθυμία του να σπουδάσει μουσική. «Παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μη γίνεις μουζικάντης». Ομως, δειλά – δειλά ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία έξι ετών, σκαλίζοντας προσεκτικά το πιάνο της γιαγιάς του. Ωστόσο, δεν σπούδασε μουσική, δεν πήγε ποτέ σε ωδείο. Αυτό όμως δεν αποτέλεσε εμπόδιο για να διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και να συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους σολίστ του πλανήτη.
Αλλά πριν φτάσει εκεί, η μουσική τον είχε καλωσορίσει εγκάρδια από τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Ηταν έφηβος και θέλοντας να βοηθήσει την οικογένειά του η οποία είχε υποστεί οικονομική καταστροφή εκείνος συνεισέφερε στα έξοδα με την αμοιβή του ως μουσικός, παίζοντας σε αμερικανικές λέσχες και σε εγγλέζικες καντίνες. Αργότερα φοιτητής στο Χημικό, είχε την ευκαιρία ν’ αντικαταστήσει τον πιανίστα της ορχήστρας του Βαγγέλη Ευαγγελίου. Είχε μάθει όλο το ρεπερτόριο ως αυτοδίδακτος και βρέθηκε να είναι μέρος μιας σημαντικής ορχήστρας. Ο πολυγραφότατος συνθέτης ο οποίος έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στην Ελληνική Ραδιοφωνία, συνεχίζει τις σπουδές του στις ΗΠΑ ως διδακτορικός φοιτητής. Γνωρίζεται και παίζει με διάσημους τζαζίστες της εποχής: Λέστερ Γιανγκ, Κόουλμαν Χόκινς, Τζόνι Ζόρμπας, Ντίζι Γκιλέσπι. Το περιοδικό «Down Βeat» τον κατατάσσει 5ο πιανίστα.
Αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα για να συνεχίσει τη λαμπρή διαδρομή του. Το 1957 ίδρυσε την Ορχήστρα του ΕΙΡ ενώ με το κουαρτέτο και τις ορχήστρες του συνεργάστηκε με όλους τους τότε διάσημους τραγουδιστές (Δανάη, Νινή Ζαχά, Τζίμη Μακούλη, Τώνη Μαρούδα, κ.ά.).
115 ταινίες, 76 παραστάσεις
Βραβεύθηκε σε πολυάριθμα ελληνικά και ξένα φεστιβάλ, συνέθεσε μουσική για 104 ελληνικές ταινίες και 11 διεθνείς και θεατρική μουσική για 76 παραστάσεις. Το 1959 κατακτά το πρώτο του βραβείο, στο πρώτο του φεστιβάλ, για το «Αστέρι αστεράκι» σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη. Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ άρχισε το 1960 με τη μουσική της ταινίας «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» και ακολούθησε η ταινία «Νόμος 4000» όπως και τόσες άλλες. Φωνές που έκαναν τη δική τους πορεία στην εγχώρια μουσική σκηνή είχαν την τύχη να διαμορφώσουν το καλλιτεχνικό τους ιδίωμα με δικές του συνθέσεις: Απ’ το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» (που γνώρισε τρίτη και τέταρτη καριέρα), «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», «Τι σου ‘κανα και πίνεις», «Μην του μιλάτε του παιδιού», “Δώσ’ μου τ’ αθάνατο νερό» έως το «Επεφτε βαθιά σιωπή» ή το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Ανακάλυπτε μονίμως νέες φωνές που ξεχώριζαν, όπως την Τζένη Βάνου, που κρατούσε πάντα μια ξεχωριστή θέση στη δισκογραφία του («Σε βλέπω στο ποτήρι μου»). Με την ίδια άνεση το 1968 δίνει στη Μαρινέλλα το «Ανοιξε πέτρα». Ενα κείμενο για τον σπουδαίο Μίμη Πλέσσα δεν μπορεί να είναι πλήρες. Πάντα θα μένει κάτι απέξω – για να γίνεται αφορμή να επιστρέφουμε στην αθωότητά μας.
Νάνα Μούσχουρη
«Με αυτόν ξεκίνησε η καριέρα μου»
Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η Νάνα Μούσχουρη βρέθηκε στο στούντιο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, στο Ζάππειο, απ’ όπου μεταδίδονταν ζωντανά οι εκπομπές. Στο πιάνο καθόταν ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος έπαιξε την εισαγωγή ενός τραγουδιού και ζήτησε από το κοινό να αναγνωρίσει ποιο είναι. Η Μούσχουρη απάντησε ότι πρόκειται για το «Smoke gets in your eyes» και ο συνθέτης την κάλεσε
να το τραγουδήσει μαζί με την ορχήστρα. Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια ερμηνεία της.
«Ο Πλέσσας ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου έδωσε την ευκαιρία να τραγουδήσω, κατά κάποιον τρόπο αυτός με “ανακάλυψε” όσο και αν στη συνέχεια το ξεκίνημά μου συνδέθηκε με τον Χατζιδάκι. Από την εποχή εκείνη μείναμε φίλοι και το δικό του “Αστέρι, αστεράκι” έχει μείνει ως σταθμός στη διαδρομή μου. Θα είναι πάντα ένας από τους ανθρώπους που λειτούργησαν σαν δάσκαλοί μου, όπως ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Ξαρχάκος, ο Χατζηνάσιος κ.ά. Ανθρωποι απ’ τους οποίους μάθαινα και κέρδιζα πράγματα για να φτιάξω τον δρόμο μου. Αν δεν ήταν ο Πλέσσας, δεν θα ξεκινούσε η καριέρα μου».
Γιώργος Κατσαρός
«Μιλούσαμε στο τηλέφωνο κάθε μέρα»
«Η συνθετική μου πορεία άρχισε μετά το 1960. Τον Μίμη Πλέσσα τον πρωτοσυνάντησα το 1958, όταν πήγα στην εκπομπή
που είχε στην ΕΙΡ και εκεί, μέσα από το σαξόφωνο και την τζαζ, ήρθαμε πολύ κοντά. Ο καθένας είχε τη δική του συνθετική
πορεία. Καταγράψαμε όμως τις εμφανίσεις μας στο κέντρο Μισέλ στη Φιλελλήνων, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε CD. Μας ένωσε η
μουσική αλλά γίναμε και πολύ καλοί φίλοι. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο κάθε μέρα. Για μένα ήταν ο Μιμάκος μου και για εκείνον
ήμουν ο Τζωρτζίνος του».
Κώστας Χατζής
«Απέρριψα τον Μίκη για χάρη του»
Στη δεκαετία του 1950 ο Κώστας Χατζής δούλευε στα καμπαρέ, όπου έμαθε πολλά για την τζαζ. Ενας συνάδελφος πιανίστας τον είχε παρακινήσει να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας. Τη σεζόν 1960-61 εμφανίσθηκε στην ταινία του Ορέστη Λάσκου «Φτωχαδάκια και λεφτάδες», όπου τραγουδά το περίφημο «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» του Μίμη Πλέσσα και της Δανάης Στρατηγοπούλου. Το 1961 ηχογραφεί τα δύο πρώτα του τραγούδια σε μουσική του Μ. Πλέσσα και στίχους του Κώστα Πρετεντέρη: «Εφυγε η αγάπη μου» και «Καλώς ήρθες».
«Τη μέρα που τραγούδησα στο κοινό ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και άλλοι σπουδαίοι. Το τρακ μου απερίγραπτο! Τότε έρχεται ο
Γιώργος Κατσαρός με πιάνει από το μπράτσο για να με καθησυχάσει. Την ίδια μέρα με πλησίασαν για συνεργασία ο Πλέσσας – μέσω ενός συνεργάτη του – και ο Μίκης. Τον απέρριψα όμως γιατί είχα δώσει τον λόγο μου στον Πλέσσα. Τότε έκανα την πρώτη μου ηχογράφηση: το “Εφυγε η αγάπη μου”. Το τραγούδι μου έδωσε φωνή για να πω ότι υπάρχει ελπίδα».
Η πίσω πλευρά της δισκογραφίας
Διασκευές στο συνθεσάιζερ
Το 1965 κυκλοφορεί ο δίσκος «Ο Μίμης Πλέσσας παίζει Philicorda» (Philips), όπου ο μουσικοσυνθέτης έπαιζε με το συνθεσάιζερ που είχε λανσάρει η εταιρεία εφτά δικά του κομμάτια («Εδώ τελειώνει ο ουρανός», «Θα κλέψω τα τριαντάφυλλα» κ.ά), αλλά και συνθέσεις των Χατζιδάκι (π.χ. τα «Θαλασσοπούλια»), Μίκη Θεοδωράκη («Καημός»), Κώστα Γιαννίδη («Ξύπνα αγάπη μου») κ.ά.
Ο «Μενούσης» τζαζ ροκ
Το 1966 για τις ανάγκες της διαφήμισης της μπίρας «Φιξ» o Πλέσσας δημιουργεί ένα σύνολο τζαζ ροκ αποχρώσεων με σκοπούς της ελληνικής υπαίθρου, τους οποίους αποδίδει το συγκρότημα «The Οrbiters» στο άλμπουμ «Greece goes modern» (Pan Vox, 1967, εξαντλημένο). Ακούγονται δύο από την Πελοπόννησο («Λεμονάκι», «Καλαματιανό»), δύο από την Ηπειρο («Ο Μενούσης», «Βασιλικός»), δύο από τα Επτάνησα («Γιαλό να πας», «Η πέρδικα»), δύο από τη Θεσσαλία («Καραγκούνα», «Τρία παιδιά»), δύο από τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη («Καράβι απ’ τη Χιο», «Κρητικός»).
Η συνεργασία με τον Κώστα Βίρβο
Το 1971 κυκλοφόρησαν οι κύκλοι τραγουδιών «Το πανόραμα» και «Ζει;», οι δύο πρώτοι από τους έξι της συνεργασίας του Πλέσσα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο στη δεκαετία του 1970. Ερμηνευτής στον πρώτο ήταν ο Δώρος Γεωργιάδης, ενώ ακολούθησε δεύτερη ηχογράφηση με τους Θέμη Ανδρεάδη, Δημήτρη Κοντολάζο και Πέτρο Κυριαζή. Ερμηνευτές στον δεύτερο ο Γιώργος Νταλάρας και ο Γιάννης Καλατζής (ενώ συμμετείχε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης). Το 1973 κυκλοφόρησε το «Θάλασσα, πικροθάλασσα…» (Πουλόπουλος, Ρένα Κουμιώτη, Καίτη Αμπάβη), το 1974 το «Λουκιανοί νεκρικοί διάλογοι» (Μητροπάνος, Κατιάνα Μπαλανίκα, Γιώργος Μαρίνος, Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου, Πασχάλης, Αντώνης Καλογιάννης κ.ά). Το 1976 ήταν η σειρά της «Ουτοπίας» με Βάσια Ζήλου και Αλέξη (δηλαδή τον Κώστα Μπίγαλη) και το 1979 οι «Λουκιανοί διάλογοι».
Μετά το Πολυτεχνείο
Το άλμπουμ «Εκείνη τη νύχτα» γράφτηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και κυκλοφόρησε μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου (φθινόπωρο του 1974). Ερμηνεύουν, σε στίχους του Γιώργου Καλαμαριώτη (ψευδώνυμο του Γιώργου Μπέρτσου) η Μαρία Δουράκη, ο Δημήτρης Ψαριανός («Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει»), η Ελένη Βιτάλη («Συνήθεια») και ο Βλάσης Μπονάτσος.
Η συνέχεια του «Δρόμου»
Την ίδια περίοδο κυκλοφορεί και το άλμπουμ «Μίλα μου για τη λευτεριά» (Lyra), σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τους Γιάννη Πουλόπουλο και Ρένα Κουμιώτη, κατά κάποιον τρόπο ως συνέχεια του «Δρόμου». Τα τραγούδια του γράφτηκαν το 1969. Δύο από αυτά, τα «Εξι άντρες» και «Μίλα μου για τη λευτεριά», πρωτακούστηκαν στο θεατρικό έργο «Ο δρόμος», που ανεβάστηκε τον χειμώνα του 1970 στο θέατρο Κατίνα Παξινού, από τον Πουλόπουλο και τη Ρένα Κουμιώτη, αλλά γρήγορα απαγορεύτηκε η εκτέλεσή τους. Ο δίσκος είχε απαγορευτεί από τη λογοκρισία (εκτός από ένα τραγούδι).