«Nomsferatu»: Η παράσταση, ο βωβός κινηματογράφος και το σημερινό σκοτάδι – Τι λέει ο δημιουργός του έργου
Βασισμένη σε μια από τις πιο θεμελιώδεις ταινίες της ιστορίας των βρικολάκων γυρισμένη το 1922, το «Nosferatu» του Μουρνάου είναι η παράσταση «Nomsferatu» που ανεβαίνει κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στο Θέατρο Φούρνος. Τη σκηνοθεσία και το σενάριο υπογράφει ο Johnny O και επί σκηνής βρίσκονται οι Γιώργος Ντούσης, Μαρία Μπαλούτσου, Εύη Κολιούλη, Χριστίνα Δενδρινού και Αλέξης Βιδαλάκης.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο μυστήριος Κόμης Όρλοκ που ζει απομονωμένος στον πύργο του, σαν μια ανατριχιαστική σκιά. Μια σκιά που μεταφέρεται όπου θέλει, διατάζει, υποτάσσει και προκαλεί φόβο και γοητεία. Θα καταφέρει η αγνή ψυχή της Μίνας, το αντικείμενο του πόθου του, να σώσει τον κόσμο, ή θα γίνουν όλοι μικρά τρωκτικά και θα φάνε ο ένας τον άλλον;
Ο Johnny O διασκευάζει τον γνωστό μύθο, παρουσιάζοντας τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Βασιζόμενος στην αισθητική και το ρυθμό του βωβού κινηματογράφου, τεχνική που υπηρετεί πιστά εδώ και 20 χρόνια, φτιάχνει μια μαύρη κωμωδία, δίνοντας έμφαση στη σωματική κίνηση και την έκφραση. Συνδυάζοντας τις κινηματογραφικές προβολές του Γιάννη Καραπιπερίδη, δημιουργεί μια θεατρική εμπειρία όπου θέατρο και κινηματογράφος συνομιλούν επί σκηνής.
O Johnny O μίλησε στα «Νέα» για την παράσταση, το βωβό κινηματογράφο και το σημερινό σκοτάδι.
Τι σας ώθησε να επιλέξετε το «Nosferatu» του Μουρνάου ως βάση για αυτή την παράσταση;
Ο βωβός κινηματογράφος είναι για μένα πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Από τα παιδικά μου χρόνια λάτρευα την εκφραστικότητα και τη σωματική ακρίβεια των ηθοποιών εκείνης της εποχής. Η ταινία του Μουρνάου «Nosferatu» ήταν η πρώτη ταινία που μου δημιούργησε δύο έντονα συναισθήματα, φοβήθηκα και γέλασα ταυτόχρονα. Αποτέλεσε λοιπόν πρόκληση για μένα να μεταφέρω στον θεατή τα ίδια συναισθήματα ακολουθώντας την παγκόσμια γλώσσα του σωματικού θεάτρου.
Πώς επηρεάστηκε η σκηνοθετική σας προσέγγιση από την ταινία του Μουρνάου;
Η συγκεκριμένη ταινία ήταν η πρώτη βωβή ταινία τρόμου. Στόχος μου λοιπόν ήταν να δώσω μια κωμική νότα χρησιμοποιώντας την ίδια φόρμα παιξίματος με εκείνη την εποχή και ταυτόχρονα να αφηγηθώ με ζωντανό λόγο την ιστορία του Bram Stoker. Επίσης αυτό που θέλησα ήταν να κρατήσω το εξπρεσιονιστικό σκηνικό της ταινίας του Murnau και να ενώσω την κινηματογραφική προβολή με τη δράση επί σκηνής, ώστε να συνδυαστεί το θέατρο με τον κινηματογράφο.
Πώς προσεγγίζετε τη δημιουργία μιας μαύρης κωμωδίας βασισμένης σε μια τόσο σκοτεινή ταινία τρόμου; Υπάρχουν προκλήσεις στο να διατηρείτε την ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τρομακτικό στοιχείο;
Ο Τσάρλι Τσάπλιν έλεγε πως η ζωή από κοντά είναι τραγωδία, όμως από μακριά γίνεται υπέροχη κωμωδία. Πιστεύω πως η απόδοση κάθε συναισθήματος πρέπει να προσαρμόζεται σε συγκεκριμένο πλαίσιο κινησιολογικής και εκφραστικής φόρμας. Το κυριότερο για μένα στη κωμωδία είναι ο ήρωας να πάσχει αληθινά κι όχι να κάνει ότι πάσχει. Ο τρόπος που ο ηθοποιός θα τρομάξει, θα γελάσει, θα θυμώσει πρέπει να είναι αληθινός, αλλά να αποδοθεί με κωμικό τρόπο. Αυτό επιτυγχάνεται από την έντονη σωματική και εκφραστική του αντίδραση. Όλες οι σκηνές έχουν δημιουργηθεί με σκοπό να υπάρχουν απρόοπτα, αστοχίες και παρεξηγήσεις, ώστε οι ήρωες να «πέφτουν» σε δυσκολίες και εμπόδια και τα ασήμαντα να γίνονται πολύ σημαντικά. Από την άλλη το τρομαχτικό είναι πάντα για μένα αυτό που παραμονεύει. Όπως έλεγε κι ο Hitchcock ο κόσμος τρομάζει περισσότερο από την αναμονή ενός κρότου παρά από τον ίδιο τον κρότο. Έτσι κι εγώ δούλεψα πολύ, ώστε να δημιουργήσω εικόνες… αναμονής.
Με ποιον τρόπο ο Κόμης Όρλοκ, αυτή η «ανατριχιαστική σκιά», αποκτά νέα διάσταση μέσα από την παράστασή σας; Ποια μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσω αυτού του χαρακτήρα;
Ο Κόμης Όρλοκ παρόλο που είναι ανατριχιαστικός, δύσμορφος και κακός, έχει άλλη μια διάσταση. Αυτή του μοναχικού. Είναι μόνος. Ένα πλάσμα που ζει μέσα στην απόλυτη μοναξιά εδώ και αιώνες, ένα πλάσμα απομονωμένο μέσα στον πύργο του, με μοναδική του συντροφιά τις αναμνήσεις μιας περασμένης ζωής. Όσο περισσότερο μεγαλώνει η μοναξιά του, τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αποστροφή και ο θυμός του απέναντι στους ανθρώπους. Μαθαίνει να ζει μόνο με τον εαυτό του και έτσι οι άνθρωποι γύρω του, του φαίνονται πλέον περιττοί. Δεν τους χρειάζεται, παρά μόνο για να τραφεί, για να επιβιώσει μέσα στους αιώνες.
Η τεχνική και το ύφος του βωβού κινηματογράφου πόσο πιστά ακολουθούνται στην παράσταση; Προσθέσατε κάποια νέα στοιχεία για να επικοινωνήσετε καλύτερα με το κοινό;
Η τεχνική του βωβού κινηματογράφου ακολουθείται πιστά στην παράσταση. Είναι ένα δύσκολο είδος για τους ηθοποιούς που δεν έχουν έρθει σε επαφή με αυτή την γλώσσα. Η γλώσσα του βωβού, για να είναι αναγνωρίσιμη, χωρίς την προσθήκη λόγου, απαιτεί μια συγκεκριμένη φόρμα παιξίματος, χωρίς κινητικούς ή εκφραστικούς βερμπαλισμούς. Με άψογο έλεγχο του σώματος και κυρίως των κινήσεων του ηθοποιού. Οι ρυθμοί που εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια των σκηνών, υπαγορεύουν απόλυτη πειθαρχία, ώστε να φανεί το ο,τιδήποτε. Για μένα αποτελεί μια σπουδαία σχολή υποκριτικής και δεν έχω προσθέσει τίποτα περισσότερο από το να μείνω πιστός στη δημιουργία εικόνων και καταστάσεων, που να κατανοείς αβίαστα ο θεατής. Η γλώσσα του βωβού κινηματογράφου δεν χρειάζεται καμία παρέμβαση, αν επικοινωνείται σωστά. Προσφέρει από μόνη της ένα υπέροχο θεατρικό ταξίδι
Πώς διαχειρίζεστε τη θεματολογία του σκοταδιού και της απομόνωσης του Κόμη Όρλοκ; Θεωρείτε ότι αυτά τα στοιχεία έχουν συμβολική σημασία στη σύγχρονη κοινωνία;
Μα φυσικά και έχουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιστορίες του Όρλοκ, του Δράκουλα, των Βρυκολάκων έχουν επιβιώσει μέσα στο πέρασμα των χρόνων και μάλιστα χωρίς να χάνουν την αξία και την συγχρονικότητα τους, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το σκοτάδι και η απομόνωση είναι από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου. Η αίσθηση του να μην ανήκεις πουθενά, να είσαι απόκληρος, να μην είσαι αποδεκτός, είναι για τον άνθρωπο συνώνυμο του θανάτου. Ειδικά στην εποχή μας, τώρα που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν μεγάλο κομμάτι της ζωής μας. Κοιμόμαστε και ξυπνάμε με τα likes, τα share, τα hits που έχουν οι φωτογραφίες μας. Μετράμε την αξία μας ανάλογα με τα views και τους followers. Για να κερδίσουμε παραπάνω δημοσιότητα εμείς οι άνθρωποι, είμαστε ικανοί να προβούμε σε πράξεις, ανήθικες, παραβατικές ακόμα και εγκληματικές. Το σκοτάδι και η απομόνωση του Όρλοκ είναι η αποξένωση από την πραγματική ζωή που βιώνουμε σήμερα. Είναι οι ιντερνετικοί φίλοι, είναι τα ψεύτικα προφίλ, είναι αυτή η πλασματική ευτυχία μιας κατασκευασμένης ζωής.
Με ποιον τρόπο οι συνεργασίες, όπως με τον Γιάννη Καραπιπερίδη στις κινηματογραφικές προβολές, συμβάλλουν στην τελική μορφή της παράστασης;
Η συμβολή του Γιάννη Καραπιπερίδη έχει δώσει μια άλλη νότα στην παράσταση μας. Οι προβολές των σκηνικών δίνουν την αίσθηση αυτόματα πως οι ηθοποιοί βρίσκονται σε ένα χώρο, που όμως δεν υπάρχει. Έχουν γίνει επίσης γυρίσματα με τους ηθοποιούς, ώστε ο ηθοποιός στο πανί να συνδέεται την ίδια στιγμή με τον ηθοποιό που βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Με αυτόν τον τρόπο συνυπάρχει ο κινηματογράφος με το θέατρο. Υπάρχει μέχρι και μικρού μήκους ταινία που αναφέρεται στην πρώτη αγάπη του Κόμη Όρλοκ. Στην παράσταση υπάρχουν μόνο πέντε σκηνικά αντικείμενα που το κάθε ένα συμβολίζει κάτι. Όλα τα υπόλοιπα και πιστέψτε με είναι πολλά, γίνονται παντομιμικά. Υπάρχουν μόνο τέσσερις καρέκλες και ένα τραπέζι. Η δύναμη των προβολών του Γιάννη Καραπιπερίδη έχει δημιουργήσει ένα σύμπαν που δεν υπάρχει, όπως άλλωστε δεν υπάρχουν και οι βρυκόλακες.
Η παράσταση αναφέρεται στην αλληγορία της κοινωνίας όπου ο τρόμος και η εξουσία του Κόμη Όρλοκ ίσως συμβολίζουν κοινωνικές ή ψυχολογικές καταστάσεις. Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη «ανάγνωση» που επιθυμείτε να προσδώσετε στο κοινό;
Ο Κόμης Όρλοκ είναι θύτης και θύμα την ίδια στιγμή. Είναι ένα μέλος της κοινωνίας που κάποια στιγμή έχασε το δρόμο του, είτε γιατί βρέθηκε μπροστά του ένας πειρασμός, στον οποίο δεν κατάφερε να αντισταθεί, είτε γιατί τον ώθησε εκεί η συμπεριφορά κάποιου άλλου, για την οποία δεν έφερε καμία ευθύνη. Η κοινωνία, όμως, δεν κατάφερε ποτέ να τον επαναφέρει στους κόλπους της. Αυτό τον οδήγησε σε μίσος, αδιαφορία απέναντι στο σύνολο και την ανάγκη να εξουσιάσει αυτούς που τον έκαναν στην άκρη. Φυσικά το κομμάτι της εξουσίας είναι μεγάλο ναρκωτικό. Όσο περισσότερη έχεις, τόσο περισσότερη αποζητάς, ειδικά αν δεν υπάρχει κάτι να την αντισταθμίσει. Για τον Όρλοκ αυτή η αντιστάθμιση είναι ο έρωτας του, η αγάπη του, η ανάγκη του για σύντροφο. Είναι το μοναδικό τρωτό του σημείο. Είναι εκεί που χάνει την εξουσία του, παύει να τρομάζει και γίνεται ένα κακόμοιρο πλάσμα. Όταν όμως έρχονται η αποστροφή και η απόρριψη, επιστρέφει πιο δυνατός και πιο επικίνδυνος, χωρίς να νοιάζεται για τις επιπτώσεις των πράξεων του. Παραμένει όμως μόνος. Και όσο πιο μόνος, τόσο πιο πολύ βγαίνει στην επιφάνεια το ζωώδες του ένστικτο. Τόσο πιο πολύ χάνει την ανθρώπινη φύση του και γίνεται ένα θηρίο που κατασπαράζει, ώσπου φτάνει να κατασπαράξει και τον ίδιο του τον εαυτό. Απλώς, επειδή είναι αθάνατος, παραμένει για πάντα στο ίδιο βασανιστήριο, στον ίδιο διαρκή πόνο.