Οι υποχωρήσεις του Πούτιν είναι ψυχρή παρηγοριά για την Ευρώπη
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως 47ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών γέμισε, αναμφίβολα, ελπίδες τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο Τραμπ έχει εκφράσει εδώ και καιρό τον θαυμασμό του για τον Πούτιν και δείχνει ότι θα διακόψει την πολιτική του προέδρου Τζο Μπάιντεν να παρέχει ουσιαστική υλική υποστήριξη στην Ουκρανία (όπλα, πληροφορίες και χρηματοδότηση) για την άμυνά της κατά της ρωσικής επιθετικότητας. Με τους Ρεπουμπλικανούς να αποκτούν τον έλεγχο και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου και να επιδιώκουν δρακόντειες περικοπές, η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία είναι βέβαιο ότι σύντομα θα αποσυρθεί.
Ο,τι κι αν λέμε εμείς οι Ευρωπαίοι, δεν θα μπορέσουμε να αντισταθμίσουμε την απώλεια της αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας για την Ουκρανία.
Δεν έχουμε ούτε τη θέληση ούτε την ικανότητα να το κάνουμε. Και ενώ πολλοί έχουν περιγράψει τις πρόσφατες εξελίξεις στη Συρία ως απώλεια για τον Πούτιν, αυτό δεν τις μετατρέπει σε νίκη για τους Ουκρανούς και την Ευρώπη.
Σίγουρα, ο Πούτιν έχασε έναν βασικό σύμμαχο με την πτώση του Μπασάρ αλ Ασαντ και ένας άλλος σημαντικός εταίρος, το Ιράν, έχει αποδυναμωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες.
Η νίκη των δυνάμεων της συριακής αντιπολίτευσης σημαίνει ότι το Ιράν θα στερηθεί την άμεση χερσαία γέφυρά του προς τον Λίβανο και τη Μεσόγειο.
Επιπλέον, οι Ισραηλινοί έχουν διαβρώσει σοβαρά τον «άξονα αντίστασης» του Ιράν, εξαλείφοντας τους κορυφαίους ηγέτες της Χεζμπολάχ και της Χαμάς, και καταστρέφοντας μεγάλο κομμάτι της αεράμυνας του Ιράν.
Στον απόηχο της κατάρρευσης του καθεστώτος Ασαντ, η Ρωσία αποσύρει τις δυνάμεις της από τις αεροπορικές και ναυτικές βάσεις της στις συριακές ακτές της Μεσογείου, πράγμα που σημαίνει ότι χάνει βασικούς αγωγούς για τον εφοδιασμό των δυνάμεων που έχει αναπτύξει σε διάφορες αφρικανικές χώρες. Για έναν ηγέτη που τρέφει παγκόσμιες φιλοδοξίες ισχύος, αυτό σηματοδοτεί μια σοβαρή οπισθοδρόμηση.
Η στρατηγική απώλεια του Πούτιν στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να μετριαστεί μόνο εν μέρει από μια «συμφωνία» με τον Τραμπ.
Για παράδειγμα, η επερχόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να επιδιώξει μια μεγάλη συμφωνία στην οποία η Ρωσία θα υποστηρίζει τις προσπάθειες ΗΠΑ – Ισραήλ να κλείσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αντάλλαγμα μια μερική νίκη στην Ουκρανία.
Εναλλακτικά, η άφιξη του Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα μπορούσε να ισοδυναμεί με πράσινο φως για το Ισραήλ να εξαπολύσει πλήγματα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Θα μπορούσε το ιρανικό καθεστώς να επιβιώσει πολιτικά από μια τέτοια επίθεση;
Αυτό το σενάριο θα ήταν καταστροφικό για τα όνειρα του Πούτιν για παγκόσμια επιρροή, γιατί θα άλλαζε θεμελιωδώς τον ρόλο της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και στην παγκόσμια σκηνή. Η Ρωσία θα εξακολουθούσε να έχει έναν ισχυρό εταίρο στην Κίνα, αλλά η εκτίμηση του Πεκίνου για τη σημασία του βόρειου γείτονά της θα υποβαθμιστεί σημαντικά.
Αλλά μια άλλη πιθανότητα είναι ότι ο Τραμπ απλώς θα υποστηρίξει τον Πούτιν αναγκάζοντας τους Ουκρανούς σε διαπραγματεύσεις κατάπαυσης του πυρός και εδαφικές παραχωρήσεις χωρίς αποτελεσματικές δυτικές εγγυήσεις ασφαλείας.
Ενα τέτοιο τρομακτικό αποτέλεσμα θα άλλαζε περαιτέρω την αρχιτεκτονική ασφάλειας της ίδιας της Ευρώπης. Το ΝΑΤΟ θα εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά η συνάφειά του θα ήταν πολύ αμφίβολη όσο ο Τραμπ είναι στην εξουσία.
Η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα εξαρτάται στο εξής από την ουκρανική ασφάλεια. Η μελλοντική της ευημερία και σταθερότητα θα συνδεόταν με μια εύθραυστη κατάπαυση του πυρός που δεν θα έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τη συνεχή απειλή του ρωσικού υβριδικού πολέμου.
Με άλλα λόγια, από την προοπτική της Ευρώπης, η ιδέα του Τραμπ για την ειρήνη δεν μοιάζει με ειρήνη.
Η Ευρώπη θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει μεγάλους κινδύνους για την ασφάλεια και την εσωτερική της συνοχή, μόνο που τώρα θα τους αντιμετωπίσει μόνη της.
Τι θα κάνει ο Πούτιν με την αναστολή των εχθροπραξιών;
Τι θα σημαίνει για την Ευρώπη εάν η κατάσταση στη Συρία επιδεινωθεί και δημιουργήσει άλλη μια προσφυγική κρίση όπως το 2015; Αντιμέτωποι με τόση αβεβαιότητα, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να επιδιώξουν σημαντικές επενδύσεις στην ασφάλεια, ακόμα κι αν γίνονται πιο δύσκολες υπό συνθήκες νέου εμπορικού πολέμου. Δεν έχουμε πλέον καμία δικαιολογία για εφησυχασμό.