«Τι γνώμη έχω για τον Σημίτη; – Να ρωτήσω τον μπαμπά μου και θα σου πω»
Οταν ζητήσαμε από νέους ανθρώπους να μας μιλήσουν για τον Κώστα Σημίτη, οι περισσότεροι δεν είχαν να πουν τίποτα. Τον ήξεραν απλώς ως όνομα. Κάποιοι τον συνέδεαν με το ΠΑΣΟΚ και κάποια κομβικά θέματα που απασχόλησαν τις πρωθυπουργικές του θητείες: το ευρώ, το Χρηματιστήριο, την υπόθεση Οτσαλάν ή τα Ιμια. Και ως εκεί έφταναν οι γνώσεις τους. Οι πιο πολλοί όμως ήξεραν απλώς το όνομά του. Για λίγους από αυτούς – που γνωρίζουν πότε εισήχθη το ευρώ – είναι κυρίως μια φιγούρα που συνδέεται με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρωσύστημα και τίποτα περισσότερο. Αυτό από μόνο του είναι ενδεικτικό και έχει κάτι να πει – ίσως και περισσότερα απ’ όσα φανταζόμαστε.
Μια πρώτη ανάλυση θα έλεγε πως δείχνει την απόσταση που χωρίζει την πολιτική κληρονομιά ενός πρωθυπουργού από τη συνείδηση της επόμενης γενιάς. Δείχνει πώς τα ιστορικά πρόσωπα και τα μεγάλα γεγονότα γίνονται θαμπές φιγούρες όταν δεν συνοδεύονται από μια βαθιά σύνδεση με την καθημερινότητα και πώς αδρές γραμμές χωρίζουν τους πολιτικούς που δεν προσποιούνται τον οικείο ή τον λαϊκό από μια κοινωνική συνείδηση που απαιτεί ταύτιση και άμεση αποδοχή. Και όταν λέμε ταύτιση εννοούμε: μπουζούκια, κομποσχοίνια και λοιπά.
Ο Κώστας Σημίτης ήταν ο πρωθυπουργός που οραματίστηκε και εργάστηκε για μια Ελλάδα στον πυρήνα της Ευρώπης, αλλά οι νέοι που ζουν σήμερα μέσα στις συνέπειες των επιλογών του – είτε θετικών είτε αρνητικών – και φυσικά με ευρωπαϊκά λεφτά στην τσέπη, δεν φαίνεται να τον έχουν καταγράψει στη συλλογική τους μνήμη. Φταίει απλά η ηλικία τους; Ηταν μήπως αυτό το τίμημα ενός πολιτικού που έριξε το κέντρο βάρους του περισσότερο στις μεταρρυθμίσεις και λιγότερο στην επικοινωνία με την κοινωνία; Του πολιτικού που δεν κυνήγησε την εύκολη αποδοχή κι ούτε επεδίωξε τις εύκολες και απλουστευτικές ταυτίσεις με τους ψηφοφόρους του, αλλά στάθηκε πάντα πιστός σε αυτό που ήταν και εκπροσωπούσε;
Η σχέση με το παρελθόν. Προσπαθήσαμε να εξετάσουμε την κληρονομιά του Κώστα Σημίτη μέσα από την οπτική μιας γενιάς που καλείται να ζήσει με τις επιλογές του, αλλά δεν έχει μνήμες από την εποχή του. Η σιωπή τους μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Ισως ως ένα κάλεσμα για πιο ουσιαστικό διάλογο για την Ιστορία, την πολιτική και τη σχέση των νέων με το παρελθόν. Ισως πάλι να καταδεικνύει τούτο: πως δεν γνωρίζουν πολλά γιατί η περίοδος Σημίτη είναι «ένα μάθημα Ιστορίας που δεν κάνανε ποτέ». Η αποσιώπηση της κληρονομιάς του: σκόπιμη ή ως απόρροια της θητείας Καραμανλή και της πτώχευσης που ακολούθησε σαν να αποσυνέδεσε τον Σημίτη από τη συνειδητότητα των νέων ανθρώπων.
Ακολουθούν ένας συν δύο νέες που είχαν να μας πουν κάτι για τον Κώστα Σημίτη και την πολιτική του παρακαταθήκη, όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι.
Μαίρη Καιρίδη
Το όραμα μιας καλύτερης Ελλάδας
Ο παππούς μου ήταν μικρασιάτης πρόσφυγας που σπούδασε μηχανικός στο Μικρό Πολυτεχνείο του ΕΜΠ, δημιούργησε περιουσία δραστηριοποιούμενος στα δημόσια έργα και αργότερα ιδρύοντας μία βιομηχανία στο σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Μία από τις πρώτες πολιτικές αναμνήσεις της ζωής μου ήταν η προσήλωση με την οποία εκείνος παρακολουθούσε τις ομιλίες του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στην τηλεόραση. Μάλιστα αισθανόμουν, χωρίς να καταλαβαίνω πολλά – ήμουν μόλις επτά-οκτώ ετών – ότι εκείνες τις στιγμές δεν έπρεπε να αποσπούμε την προσοχή του παππού που άκουγε τον εκσυγχρονιστή πρωθυπουργό να μιλάει με τη χαρακτηριστική του νηφαλιότητα.
Η εποχή ήταν συναρπαστική, η Ελλάδα άλλαζε, οι καλπάζουσες εξελίξεις μάς ξεπερνούσαν. Ενιωσα την αίγλη της Ελλάδας όταν ο παππούς έφερε στο σπίτι, με περηφάνια και θα έλεγα συγκίνηση, τα πρώτα σακουλάκια με τα αστραφτερά, φρεσκοκομμένα νομίσματα του ευρώ.
Η Ιστορία φαίνεται να επιβεβαίωσε όσα έβλεπε ο παππούς μου στον Σημίτη: ήταν μία μοναδική περίπτωση πολιτικής δύναμης εκσυγχρονισμού που προσπαθούσε να διοικεί σύμφωνα με το μέτρο, μολονότι η ευφορία της εποχής του Χρηματιστηρίου, του ευρώ και των Ολυμπιακών Αγώνων τους είχε συνεπάρει όλους, άλλους περισσότερο άλλους λιγότερο, αλλά όλους.
Ο Σημίτης υπήρξε ένας ακέραιος πολιτικός ανάμεσα στους επιτήδειους της πολιτικής. Προκειμένου να υλοποιήσει το όραμά του για τη χώρα του, έπρεπε να βρει τρόπους να συμβιβαστεί και να συγκυβερνήσει με τους πλέον διαπλεκόμενους. Υπάρχει μία σειρά φωτογραφιών του Σπύρου Στάβερη από επίσκεψη στο πολιτικό γραφείο του Ακη Τσοχατζόπουλου το 2004. Πρόκειται για εικόνες που προκαλούν ναυτία (σας καλώ να τις αναζητήσετε στο Ιντερνετ): σε μία από αυτές, ο Τσοχατζόπουλος περιεργάζεται περιχαρής ένα περίστροφο, σε μία άλλη παραλαμβάνει μία μαύρη δερμάτινη βαλίτσα. Το μέτρο είχε ήδη αρχίσει να παραβιάζεται κατάφωρα.
Στα 32 μου, σήμερα, το πολιτικό διαμέτρημα του Κώστα Σημίτη, η μορφή και ο λόγος του που ενσάρκωναν τη μετριοπάθεια και την ακεραιότητα, μου μοιάζουν εξαιρετικά σπάνια στην πολιτική μας σκηνή. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι το πρόβλημα με τις γενιές που μεγάλωσαν στη Μεταπολίτευση είναι ότι έλαβαν ως δεδομένες πολλές από τις κατακτήσεις για τις οποίες κόπιασαν πολιτικοί όπως ο Κώστας Σημίτης. Αυτός είναι ένας από τους κινδύνους της δημοκρατίας: ο εφησυχασμός μέσα στα αγαθά που η ίδια, και μόνο αυτή, παρέχει.
Η γενιά των παππούδων μου και του Κώστα Σημίτη έδωσε τους σκαπανείς που δημιούργησαν με πυξίδα το όραμα μίας καλύτερης Ελλάδας. Βασίζονταν στο αποτελεσματικό και αξιόπιστο εργαλείο της παιδείας ως όχημα για την κοινωνική ανέλιξη και την ευημερία μιας κοινωνίας.
Η ευχή των παππούδων μου ήταν πάντα το «καλή πρόοδος!». Λέγεται αυτή η ευχή σήμερα; Εχει ακόμα νόημα; Σήμερα πρέπει να προφυλάξουμε τη δημοκρατία μας από τη διάβρωση που προκαλεί ο κυνισμός των τεχνολογικών κολοσσών, από τις κοινωνικές ανισότητες που βαίνουν αυξανόμενες, από τη μεθοδευμένη παραπληροφόρηση, από την απαξίωση της παιδείας. Η πολιτική θα πρέπει να μιλήσει γι’ αυτούς τους κινδύνους με τη συνέπεια, την ακρίβεια και τον σεβασμό στο μέτρο, δηλαδή με το ήθος που κληροδότησε στον δημόσιο λόγο, πιο πολύ απ’ οποιονδήποτε τις τελευταίες δεκαετίες, ο Κώστας Σημίτης. Μακάρι να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε τον λόγο εκείνων που επιλέγουν ν’ αφιερώσουν τη ζωή τους στα κοινά με σκοπό να κάνουν αυτόν τον τόπο καλύτερο.
Η Μαίρη Καιρίδη είναι κριτικός λογοτεχνίας – υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Paris-Cité
Μιχάλης Μαλανδράκης
Ο απόηχος του ονόματος και της δράσης του
Οντας γεννηθείς το 1996 νομίζω ότι ήρθα σε επαφή περισσότερο με τον απόηχο του ονόματος και της πολιτικής δράσης του Κώστα Σημίτη. Διαβάζοντας για το πολιτικό του έργο, με αφορμή τον θάνατό του, συνειδητοποιώ πως αγνοούσα σημαντικές καινοτόμες πολιτικές που έφεραν την υπογραφή του, όπως η νομική προστασία προσωπικών δεδομένων, που θεσπίστηκε το 1997 επί πρωθυπουργίας του, ή η προσπάθεια το 2000, ώστε οι αστυνομικές ταυτότητες να μην περιλαμβάνουν το θρήσκευμα του ατόμου, αλλά ακόμη και η ίδρυση της ανεξάρτητης αρχής «Συνήγορος του Πολίτη».
Θα έλεγα ακόμη ότι αγνοώ ή αγνοούμε (παίρνοντας ξανά το ρίσκο να συμπεριλάβω κι άλλα άτομα της γενιάς μου) την αντιδικτατορική δράση του Κ. Σημίτη ή το ακαδημαϊκό και συγγραφικό του έργο, αλλά έχουμε κατά νου κυρίως το ηγετικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και τον πρωθυπουργό της οκταετίας 1996 – 2004.
Οσον αφορά τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη πιστεύω πως σ’ ένα βαθμό τον έχουμε συνδέσει αφενός με έννοιες όπως ο εκσυγχρονισμός, η προσπάθεια εξευρωπαϊσμού της χώρας ή τα έργα για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, αφετέρου και πρωτίστως, όμως, θα έλεγα με μία αίσθηση πλαστικής ευμάρειας εκείνης της περιόδου, με το φιάσκο του Χρηματιστηρίου, με το σκάνδαλο Siemens και με μία συνολική διαχείριση, που εφόσον προηγήθηκε της μετέπειτα ελληνικής οικονομικής κρίσης, θεωρείται συνυπεύθυνη από τις νεότερες γενιές (ορθά ή δυσανάλογα εσφαλμένα).
Συνοψίζοντας έχω την αίσθηση πως το θυμικό της γενιάς μου γύρω από τον Κώστα Σημίτη έχει επηρεαστεί/διαμορφωθεί κυρίως από μετέπειτα γεγονότα που στιγμάτισαν τη χώρα, όπως η ελληνική κρίση χρέους.
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης είναι συγγραφέας
Βασιλική Πουλά
Ενα μάθημα Ιστορίας που δεν κάναμε ποτέ
Η είδηση του θανάτου του Κώστα Σημίτη με έφερε αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι οι περισσότεροι της γενιάς μας γνωρίζουμε το έργο του σε τίτλους ειδήσεων: «είσοδος στο ευρώ», «κρίση στα Ιμια», «χρηματιστηριακή έκρηξη», «ένταξη Κύπρου στην ΕΕ», «σύλληψη Οτσαλάν». Στιγμές-ορόσημα μιας Ελλάδας που άλλαζε ταχύτητα, μιας εποχής που μας διαμόρφωσε χωρίς να τη ζήσουμε.
Καταλήγουμε, έτσι, είτε να αναμασάμε τις απόψεις των γονιών μας στο κυριακάτικο τραπέζι, είτε να τις ακυρώνουμε πεισματικά. Εναλλακτικά, αφήνουμε τους αλγόριθμους των social media να μας σερβίρουν προκατασκευασμένες απόψεις ή επικαλούμενοι την περιπλοκότητα της ιστορικής πραγματικότητας, καταφεύγουμε σε ένα βολικό γκριζάρισμα των πάντων, εξίσου επικίνδυνο με το να βλέπουμε παντού μανιχαϊστικά ήρωες και προδότες.
Για τους εικοσάρηδες του σήμερα, ο θάνατος του Σημίτη δεν αποτελεί αφορμή για την αποτίμηση του έργου του, αλλά πρόσκληση να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία κατανόησης της σύγχρονης Ιστορίας μας – τόσο εκείνης που έμεινε στις τελευταίες, αδιάβαστες σελίδες των σχολικών βιβλίων, όσο και εκείνης που δεν έχει προλάβει ακόμη να γίνει κεφάλαιο σε αυτά. Αυτή η αδυναμία δεν αποτελεί εξαιρετισμό της γενιάς μας. Ωστόσο, καθώς παίρνουμε στα χέρια μας το τιμόνι σε μια εποχή πρωτοφανών προκλήσεων, δεν έχουμε το περιθώριο να επαναλάβουμε τα λάθη που συγχωρέθηκαν στους προηγούμενους.
Η απόκτηση αυτής της ιστορικής γνώσης δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε και φέρνει άμεσα αποτελέσματα. Χρειάζεται να μάθουμε να αναγνωρίζουμε μοτίβα και ρήξεις. Να αντιλαμβανόμαστε σχέσεις αιτιώδους – αιτιατού. Να διακρίνουμε τα όρια και τις δυνατότητες των πρωταγωνιστών της, να ξεχωρίζουμε πότε μια απόφαση ήταν μονόδρομος και πότε επιλογή, πότε η Ιστορία άφηνε περιθώρια και πότε όχι. Φυσικά, δεν θα ανακαλύψουμε τα πάντα μόνοι μας, αλλά απαιτείται μια προσπάθεια για την οποία κανείς άλλος δεν μπορεί να κοπιάσει για λογαριασμό μας. Ο δημόσιος διάλογος που άνοιξε μετά την απώλεια του Σημίτη φανέρωσε τη σαστισμένη και αμήχανη σχέση της γενιάς μας με την πρόσφατη Ιστορία. Ας λειτουργήσει σαν σημείο αφύπνισης, ώστε να διεκδικήσουμε τα εφόδια για να μετέχουμε ισότιμα σε αυτόν, να καλλιεργήσουμε άποψη για το μεταρρυθμιστικό του όραμα και έργο και να κρίνουμε αν υπήρξε, τελικά, ευκαιρία που αξιοποιήθηκε ή υπόσχεση που έμεινε μισή.
Η Βασιλική Πουλά είναι υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης