Τουρκικές τηλεοπτικές σειρές: ήπια ισχύς και καταστολή
Ο κλάδος των τηλεοπτικών παραγωγών είναι ένας από τους πλέον επιτυχημένους και εξωστρεφείς κλάδους της τουρκικής οικονομίας. Οι τουρκικές σειρές δεν προσελκύουν το τηλεοπτικό κοινό μόνον στις γειτονικές και πολιτισμικώς συναφείς χώρες των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Η Λατινική Αμερική και η ινδική υποήπειρος αποτελούν τις νέες και δυναμικώς αναπτυσσόμενες αγορές, και σε αυτές προστίθενται και οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες τηλεοπτικού περιεχομένου. Πρόσφατες εκτιμήσεις ανέβαζαν τα έσοδα κατά το 2024 από τις διεθνείς πωλήσεις περισσοτέρων από 300 τηλεοπτικών παραγωγών στα 500 εκατομμύρια δολάρια, με προοπτικές μάλιστα σημαντικής ανόδου. Οι τηλεοπτικές σειρές αποτελούν έναν από τους πυλώνες της τουρκικής «ήπιας ισχύος» και συμβάλλουν στην αύξηση του τουρκικού ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος και με εμμέσους τρόπους. H δημοφιλία των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών στη Χιλή, επί παραδείγματι, συνέβαλε στην αύξηση του τουριστικού ενδιαφέροντος για την Τουρκία και οδήγησε στην απόφαση των Τουρκικών Αερογραμμών να προσθέσουν την πρωτεύουσα της χώρας Σαντιάγο στον μακρό κατάλογο των προορισμών τους στη Λατινική Αμερική.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πολιτικό περιεχόμενο των τηλεοπτικών παραγωγών. Ενώ κάποιες αποτελούν οξυδερκείς αναλύσεις των τουρκικών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών και συχνά ασκούν κριτική σε θεσμούς και παραδόσεις, άλλες λειτουργούν ως φερέφωνα της κυβερνητικής επικοινωνιακής στρατηγικής. Σημαντικό ρόλο παίζει εδώ και η κρατική τηλεόραση της Τουρκίας (ΤRΤ), η οποία είναι από τους κύριους εργοδότες του κλάδου. Οι αναφορές στην πολιτική επικαιρότητα δεν γίνονται απλώς ως υπονοούμενα, αλλά συνδέονται με την εκάστοτε πολιτική επικαιρότητα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο σε τηλεοπτικές σειρές ιστορικού περιεχομένου να γίνονται παραλληλισμοί μεταξύ των «ηρώων» και του κυβερνητικού συνασπισμού, των «προδοτών» και της αντιπολιτεύσεως, αλλά και των «εχθρικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων» των αρχών του εικοστού αιώνος και του δυτικού κόσμου σήμερα.
Η επιτυχία και επιδραστικότητα του κλάδου των τηλεοπτικών παραγωγών φαίνεται, όμως, να έχει και υψηλό προσωπικό κόστος για τους ιθύνοντες που αρνούνται να συνεργασθούν με την κυβέρνηση. Προ μερικών ημερών, η Αϊσέ Μπαρίμ, επικεφαλής μιας από τις πλέον επιτυχημένες εταιρείες στον χώρο των τηλεοπτικών παραγωγών, βρέθηκε στο στόχαστρο των τουρκικών δικαστικών αρχών. Ενώ η κράτησή της είχε κατ’ αρχάς συνδεθεί με κατηγορίες σχετιζόμενες με τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, η υπόθεση άλλαξε χαρακτήρα όταν η ανάκριση και το κατηγορητήριο επεκτάθηκαν στον υποτιθέμενο ρόλο της στη διαδήλωση του Πάρκου Γκεζί τον Μάιο και Ιούνιο του 2013. Αξίζει να σημειωθεί η περιγραφή της διαδηλώσεως του Πάρκου Γκεζί ως «συνωμοσίας για την ανατροπή της νόμιμης κυβερνήσεως της Τουρκίας» είναι ο πυρήνας των κατηγοριών βάσει των οποίων έχει καταδικασθεί ο Οσμάν Καβάλα και άλλοι εκπρόσωποι της τουρκικής κοινωνίας των πολιτών. Η διαδήλωση του Πάρκου Γκεζί μετατρέπεται σε δαμόκλειο σπάθη επικρεμαμένη επί των κεφαλών όλων των αντιπολιτευομένων στην Τουρκία. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η δίωξη κατά της Μπαρίμ αποσκοπεί στον εκφοβισμό, τη χειραγώγηση αλλά και τον έλεγχο του τζίρου του κλάδου των τηλεοπτικών παραγωγών. Είναι πολύ δύσκολο, ωστόσο, να διατηρηθεί αυτός ο δυναμισμός, αν οι καλύτεροι του κλάδου υποχρεωθούν σε αυτολογοκρισία ή μετανάστευση.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ