Η γυναίκα που αποκάλυψε τον μηχανισμό της κλιματικής αλλαγής
Πολύ πριν αρχίσει η φόβος της κλιματικής αλλαγής για ανθρωπότητα, στα μέσα του 19ου αιώνα, μια αμερικανίδα επιστήμονας και φεμινίστρια αποκάλυψε τον σημαντικότερο παράγοντα που επηρεάζει το παγκόσμιο κλίμα.
Ήταν το 1856 όταν η Γιούνις Νιούτον Φουτ περιέγραψε για πρώτη φορά τον μηχανισμό της κλιματικής αλλαγής, την ικανότητα του διοξειδίου του άνθρακα να απορροφά θερμότητα.
Η γυναίκα που αποκάλυψε τον μηχανισμό της κλιματικής αλλαγής
Το διοξείδιο του άνθρακα, μαζί με τους υδρατμούς και το μεθάνιο, είναι τα σημαντικότερα αέρια του θερμοκηπίου, αέρια που εμποδίζουν τον πλανήτη να ακτινοβολεί θερμότητα στο Διάστημα και να ψύχεται.
Η διαδικασία αρχίζει όταν το ορατό και υπεριώδες φως του Ήλιου θερμάνουν την επιφάνεια της Γης. Το έδαφος στη συνέχεια εκπέμπει ένα μέρος αυτής της ενέργειας ως υπέρυθρη ακτινοβολία, την οποία απορροφούν και επανεκπέμουν προς όλες τις κατευθύνσεις τα αέρια του θερμοκηπίου. Ένα μέρος αυτής της ακτινοβολίας κατευθύνεται πίσω προς το έδαφος, μια διαδικασία που τελικά θερμαίνει την κατώτερη ατμόσφαιρα σε όλο τον πλανήτη.
Την εποχή της Γιούνις Φουτ, αναφέρει το The Conversation, οι επιστήμονες γνώριζαν ότι η ατμόσφαιρα παγιδεύει την ηλιακή θερμότητα. Δεν γνώριζαν όμως το πώς.
Η ερευνήτρια αποκάλυψε τον μηχανισμό με ένα απλό πείραμα: τοποθέτησε θερμόμετρα μέσα σε δύο γυάλινους κυλίνδρους, από τους οποίους ο ένας περιείχε απλό αέρα ενώ ο δεύτερος διοξείδιο του άνθρακα. Όταν οι κύλινδροι εκτέθηκαν στο ηλιακό φως, αυτός που περιείχε CO2 ανέβασε πολύ μεγαλύτερη θερμοκρασία, ένδειξη ότι το αέριο απορροφά θερμότητα.
Η ανακάλυψη οδήγησε την Φουτ στο συμπέρασμα ότι «αν ο αέρας περιείχε μια μεγαλύτερη αναλογία διοξειδίου του άνθρακα από ό,τι σήμερα, μια αύξηση της θερμοκρασίας» θα ακολουθούσε.
Η ιστορική μελέτη της Γιούνις Φουτ στο American Journal of Science and Arts (Royal Society)
Πέρασαν λίγα χρόνια, μέχρι το 1861, μέχρι να επιβεβαιωθεί η ανακάλυψη της Φουτ από τον ιρλανδό επιστήμονα Τζον Τίντολ, ο οποίος εξέφρασε την απορία του με το γεγονός ότι ένα αέριο «τόσο διαφανές στο φως» μπορούσε να συγκρατεί τόση θερμότητα. Ο Τίντολ, όπως και η Φουτ, είχε προειδοποιήσει από τότε ότι η αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα θα μπορούσε να επηρεάσει τον καιρό σε όλο τον κόσμο.
Ήδη εκείνη την εποχή η Βιομηχανική Επανάσταση παρέμενε σε πλήρη εξέλιξη και η καύση μεγάλων ποσοτήτων κάρβουνου –και αργότερα πετρελαίου και φυσικού αερίου- έστελνε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες CO2 στην ατμόσφαιρα.
Η πρώτη ποσοτική εκτίμηση για την επίδραση στο κλίμα ήρθε το 1896 από τον –κατόπιν νομπελίστα- σουηδό επιστήμονα Σβάντε Αρρένιους, ο οποίος υπολόγισε ότι «η θερμοκρασία στις αρκτικές περιοχές θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 8 ή 9 βαθμούς Κελσίου αν το διοξείδιο του άνθρακα αυξανόταν κατά 2-3 φορές.
Στην πραγματικότητα, η εκτίμησή του ήταν μάλλον συντηρητική: με τη συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα να έχει αυξηθεί από τα 300 στα 417 μέρη ανά εκατομμύριο, η θερμοκρασία στην Αρκτική έχει ήδη ανέβει κατά 3,8 βαθμούς Κελσίου, πολύ περισσότερο από ό,τι στον υπόλοιπο πλανήτη.
Η επόμενη προειδοποίηση ήρθε το 1901 από τον σουηδό μετεωρολόγο Νιλς Έκχολμ, ο οποίος έγραψε ότι «η καύση ορυκτού κάρβουνου έχει σήμερα τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε αν αυξηθεί… θα προκαλούσε αναμφίβολα μια προφανή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης».
Οι συνέπειες είχαν ήδη γίνει ορατές το 1937, όταν ο άγγλος μηχανικός Γκάι Κάλενταρ έγραφε όι «μέσω της ανάφλεξης καυσίμων, ο άνθρωπος έχει προσθέσει 150.000 εκατομμύρια τόνους διοξειδίοτ του άνθρακα στον αέρα τον περασμένο αιώνα». Όπως διαπίστωνε, «οι παγκόσμιες θερμοκρασίες έχουν πράγματι αυξηθεί».
Πέρασαν όμως δεκαετίες, μέχρι το 1965, μέχρι να αποκτήσει το ζήτημα μεγαλύτερη δημοσιότητα. Επιστήμονες προειδοποιήσαν τον τότε αμερικανό πρόεδρο Λίντον Τζόνσον ότι «ο άνθρωπος διεξαγάγει άθελά του ένα τεράστιο γεωφυσικό πείραμα. Μέσα σε διάστημα μερικών γενιών άρχισε να καίει τα ορυκτά καύσιμα που συσσωρεύονταν αργά στη Γη τα τελευταία 500 εκατομμύρια χρόνια». Η αύξηση της θερμοκρασίας, το λιώσιμο των πολικών πάγων και η άνοδος της στάθμης των θαλασσών θα ήταν οι συνέπειες.
Οι προειδοποιήσεις συνεχίζονται και γίνονται όλο και πιο δραματικές, όμως η ανθρωπότητα αποτυγχάνει να λάβει τα δραστικά μέτρα που απαιτεί η κλιματική κρίση.
Έχουν περάσει 165 χρόνια από την ανακάλυψη της Γιούνις Φουτ, κάποιοι όμως επιμένουν να κρατούν τα αφτιά κλειστά.