Βασίλης Λογοθετίδης: Ένας δάσκαλος της ελληνικής κοινωνίας
Τι ήταν ακριβώς αυτός ο Μεγάλος που κηδεύσαμε προχθές; Ποια ήταν η μεγαλωσύνη του, από πού αντλούσε αυτή την εκπληκτική δημοτικότητα που απεκάλυψε η προχθεσινή θανή του; Εκείνες οι εξήντα χιλιάδες Αθηναίοι που καταπλημμύρισαν τα πεζοδρόμια και στάθηκαν ορθοί, δυο ώρες ολόκληρες, για να χειροκροτήσουν τον νεκρό Λογοθετίδη, ποιον είχαν έρθει να τιμήσουν; Τον ηθοποιό ή τον κωμικό; Τον καλλιτέχνη της σκηνής ή τον βιρτουόζο του παλκοσένικου που τους έκανε σαράντα χρόνια να γελούνε; Με ένα λόγο: τι εκπροσωπούσε ο Βασίλης Λογοθετίδης γι’ αυτές τις έξη μυριάδες θεατές που παρακολούθησαν δακρυσμένοι τη θανή του, και πέρα απ’ αυτούς, για ολόκληρο τον ελληνικό λαό που συγκλονίσθηκε απ’ το χαμό του;
Αυτά τα ερωτήματα εδόνησαν προχθές τον κόσμο του θεάτρου, μόλις αντίκρυσε εκείνη τη λαοθάλασσα που είχε απλωθή σε όλη την πλατεία του μητροπολιτικού ναού, και στας οδούς Μητροπόλεως, Όθωνος, Αμαλίας, Αναπαύσεως, και πάνω στα μπαλκόνια, και ψηλά στις ταράτσες, και στα μεγάλα προαύλια του Νεκροταφείου, και στους στενούς δρομίσκους που ωδηγούσαν στο νεοσκαμμένο τάφο — παντού, ολούθε, ένας κόσμος αμέτρητος, βουβός και πονεμένος, που έβλεπες καθαρά ότι δεν είχε τρέξει να χαζέψη μια πένθιμη παράτα, παρά είχε προσέλθει με ειλικρινή οδύνη για να κατευοδώση έναν πολυαγαπημένο του, και μαζί έναν επιφανή άνδρα της γενιάς μας.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.2.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ελέχθησαν πολλά για τον Λογοθετίδη. Και μπροστά στον νεκρό του κι’ απ’ τις στήλες των εφημερίδων. Αλλά κανένας απ’ τους λόγους που εξεφωνήθησαν, και κανένα από τα άρθρα που εγράφησαν για να μοιρολογήσουν την απώλειά του, δεν περιείχε την απάντηση που ζητάνε τώρα τα ερωτήματα αυτά. Και τούτο επειδή και οι λόγοι οι επικήδειοι και τα άρθρα τα μνημονευτικά εγράφησαν πριν από την παλλαϊκή εκδήλωση του πένθους που είδαμε το απόγευμα της Δευτέρας.
Αν οι ομιληταί και οι γράφοντες είχαν δη πρωτύτερα εκείνον τον παναθηναϊκό συναγερμό, θα εύρισκαν εκ των υστέρων άλλους τόνους, πολύ πιο υψηλούς, πολύ πιο δονούμενους, για να εξάρουν τη σημασία του απελθόντος καλλιτέχνη. Γιατί το πρωτοφανές γεγονός της τόσης κοσμοσυρροής θα τους έβαζε αμέσως μπροστά στο μεγάλο ερώτημα που ζητούμε τώρα την απάντησή του.
Ας μας επιτραπή να δοκιμάσουμε, με τις μικρές δυνάμεις μας, να δώσουμε μια πρώτη απάντηση σ’ αυτό το μέγιστο ερώτημα, με την ελπίδα ότι οι λίγες σκέψεις μας μπορεί ν’ αποτελέσουν απαρχή για μια ευρύτερη έρευνα του καταπληκτικού φαινομένου που απεκαλύφθη σ’ όλους μας το αξιομνημόνευτο δειλινό της Δευτέρας. Και λέμε «απεκαλύφθη», επειδή —λόγια καθαρά!— κανείς, κανένας απολύτως, δεν προέβλεπε ότι ο θάνατος του Λογοθετίδη θα είχε τόσο τεραστία απήχηση στη λαϊκή ψυχή. Περιμέναμε όλοι μια ευρεία λαϊκή συμμετοχή σ’ αυτό το βαρύ πένθος του ελληνικού θεάτρου, αλλ’ ούτε ένας δεν μπορούσε να προΐδη εκείνη την απίστευτη προσέλευση των εξήντα χιλιάδων δακρυσμένων ανθρώπων κάθε τάξεως και ηλικίας, που έσφιγγαν τα χείλη τους για να πνίξουν μια κραυγή οδύνης και χτυπούσαν εκείνα τα συγκλονιστικά παλαμάκια, που έμοιαζαν με ένα ύστατο χειροκρότημα, αλλά στο βάθος δεν ήταν παρά ένα ξέσπασμα πόνου: το ένα χέρι χτύπαε το άλλο, από την απελπισιά!
Αυτός ο βαθύς, ο πανελλήνιος πόνος ήταν άραγε μόνο για τον τρανό καλλιτέχνη; Δεν το πιστεύουμε. Δεν είναι πολλά χρόνια που η Αθήνα εκήδευσε και δυο άλλους, εξ ίσου μεγάλους πρωταγωνιστές της Σκηνής. Την Κοτοπούλη, τον Βεάκη. Τους θρήνησε κι’ εκείνους, αλλά όχι με τούτη την παλλαϊκή συμμετοχή που είδαμε προχθές.
Ήταν για τον κοσμαγάπητο ηθοποιό; Μα κι’ ο Γιώργος Παππάς ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους του αθηναϊκού κοινού. Και εν τούτοις, στην κηδεία του, η προσέλευση του πλήθους, του ανώνυμου αλλά μεγαλοδύναμου πλήθους, δεν συγκρινόταν με τον προχθεσινό συναγερμό.
Ήταν μήπως για τον μεγάλο κωμικό; Μια ύστατη, δηλαδή, ανταπόδοση στον άνθρωπο που σκόρπιζε το γέλιο επί σαράντα χρόνια σε δυο αλλεπάλληλες γενεές Ελλήνων; Μα κι’ ο Αργυρόπουλος ήταν εξ ίσου μεγάλος κωμικός, και είχε ευφράνει με την απαράμιλλη γελαστική τέχνη του τους δύσθυμους Ρωμηούς επί τριάντα πέντε, επίσης, χρόνια. Και όμως στην κηδεία του δεν είχαν προσέλθει τόσες χιλιάδες ευγνωμονούντων θεατών. Πολύς λαός και τότε, μα όχι η προχθεσινή κοσμοπλημμύρα.
Ώστε αλλού πρέπει να βρίσκεται η εξήγηση. Κι’ αυτό το «αλλού» —νομίζουμε— δεν είναι παρά η φανατική αφοσίωση του Βασίλη Λογοθετίδη στο ελληνικό θεατρικό έργο. Μια προσήλωση που άγγιζε τα όρια της πίστεως, της θρησκείας. Και στην πρώτη περίοδο της σταδιοδρομίας, αλλά προπαντός κατά τη δεύτερη περίοδο, αυτήν που άρχισε το 1947, όταν ίδρυσε δικό του θίασο, έδειξε για το ελληνικό έργο μια ουσιαστική κι’ όχι πλατωνική στοργή, μια υποστήριξη, μια αγάπη, που έμοιαζε με λατρεία αδελφού, πατέρα. Μα ναι, γιατί να τσιγκουνευόμαστε τα λόγια; Πατέρας των Ελλήνων συγγραφέων στάθηκε ο Λογοθετίδης σ’ όλη τη διάρκεια της θιασαρχικής ζωής του. Βοηθούσε, αυτούς τους γυιους του, και τους πρεσβύτερους και τους νεώτερους, και τους ικανούς και τους πρωτόβγαλτους, με μια απλοχεριά που θύμιζε τον στοργικό γονιό που μοιράζει τα πλούτη του στα παιδιά του, όταν εκείνα προσπαθούνε να σταδιοδρομήσουν. Τα πλούτη αυτά ήταν η ανεξάντλητη υποκριτική του τέχνη. Και την ξόδεψε χωρίς φειδώ για να υπάρξη, για να επιζήση η ελληνική κωμωδία — και κάτι περισσότερο: για να επιβληθή η εγχώρια θεατρική παραγωγή στον δυσκολότατο αγώνα της με τα σπουδαία και διαλεγμένα έργα του ξένου δραματολογίου.
Όταν ανέλαβε ο Λογοθετίδης τη σκληρή τούτη προσπάθεια —που την είχε αρχίσει παράλληλα ο Αργυρόπουλος μερικά χρόνια πρωτύτερα— το ελληνικό έργο ήταν περίπου ο αποδιοπομπαίος τράγος των υπολοίπων θιάσων. Σήμερα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή προτιμήσεως. Τούτη η αποφασιστική μεταβολή, που θα δώση, ελπίζουμε, πολλούς καρπούς στο μέλλον, που δίνει ήδη μια γενναία στροφή στο νεοελληνικό θέατρο, είναι έργο του Λογοθετίδη, το μεγάλο του έργο, που θα του προσυπογράψη η ιστορία του τόπου. Γιατί, όπως το έχουμε τονίσει επανειλημμένως, νεοελληνικό θέατρο σημαίνει κατά πρώτον λόγον ελληνικό θεατρικό έργο. Και όποιος το υπηρετεί, όποιος το βοηθά να ζη και ν’ αναπτύσσεται, να προκόβη και να μεγαλώνη, αυτός είναι που δικαιούται να περηφανεύεται ότι βοηθά ουσιαστικά το θέατρο της Ελλάδας. Από την άποψη αυτή ο Λογοθετίδης το βοήθησε όσο κανένας άλλος, απείρως περισσότερο από κάθε άλλον. Θα του το επαινέση με χρυσά λόγια ο τίμιος ιστορικός, όπως προχθές του το ανεγνώρισε ο λαός μας. Γιατί —κι’ εδώ θέλουμε να καταλήξουμε— οι εξήντα χιλιάδες Αθηναίοι που προσέτρεξαν να κηδεύσουν τον μεγάλο μας νεκρό, πέρα από τον καλλιτέχνη, πέρα από τον κωμικό, πέρα από τον άνθρωπο, τιμούσαν τον ηθοποιό που ανάλωσε την τέχνη του και τη ζωή του στην εξυπηρέτηση της θεατρικής παραγωγής του τόπου. Το λαϊκό ένστικτο έχει το δικό του αλάθευτο αισθητήριο. Διαισθάνεται αυτά που οι λεγόμενοι κριτικοί της τέχνης, μέσα στη μονομερή σοφία τους, δεν καταφέρνουν πια να νοιώσουν.
Ένοιωσε ο λαός μας τη μεγάλη προσφορά του Λογοθετίδη στη θεατρική τέχνη του έθνους. Τη διαισθάνθηκε όταν παρακολουθούσε τον εθνικό μας καλλιτέχνη, επί χρόνια ολόκληρα, να παίζη αυτά τα 110 ελληνικά έργα που αναφέρει η σταδιοδρομία του. Εκατόν δέκα Ρωμηούς τον είδε να ζωντανεύη επί σκηνής. Να ζωντανεύη τα παθήματα και τα πάθη τους τα κωμικά, κάτω από τα οποία ωστόσο ενυπήρχε, σχεδόν πάντοτε, το δραματικό στοιχείο. Οι καημοί του κοσμάκη, τα βάσανα του Νεοέλληνα, τα μεράκια του, οι πίκρες του, όλα αυτά που αποτελούνε τον ψυχικό βίο του Ρωμηού, τα ενεφάνιζε ο Λογοθετίδης στη σκηνή του, κάτω από το χαρούμενο προσωπείο του γέλιου. Μας έκανε να γελούμε, για να μην κλάψουμε, να γελούμε με τις τόσες κακομοιριές μας, με τα εθνικά μας ελαττώματα, με τις κακοριζικές και τις τζαναμπετιές μας. Μέσα από το γέλιο, όπου μας παρέσυρε, λυτρωνόμαστε. Και συγχρόνως φρονηματιζόμαστε. Βλέπαμε τα κουσούρια μας, ανάγλυφα, έντονα, στις διαστάσεις της καρικατούρας, και ντρεπόμαστε για λογαριασμό μας. Και βγαίναμε από το θέατρο με την απροσδιόριστη απόφαση να διορθωθούμε — σαν Ρωμηοί και σαν άνθρωποι.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, ο Λογοθετίδης ήταν ένας δάσκαλος της ελληνικής κοινωνίας. Με βιβλίο του το ελληνικό έργο και με εκπαιδευτική του μέθοδο το γέλιο, εμάθαινε στις χιλιάδες των θεατών του τα ελαττώματά τους, τα εθνικά και τα ανθρώπινα, και τους καλούσε έμμεσα να τα κόψουν, να τα θεραπεύσουν. Και οι διδασκόμενοι έφευγαν με το αίσθημα της ευγνωμοσύνης για τον καλοκάγαθο δάσκαλο, μιας ευγνωμοσύνης που γινόταν σιγά-σιγά λατρεία. Αυτή η λατρεία ήταν που ξέσπασε σε δάκρυα το μαύρο δειλινό της περασμένης Δευτέρας. Ο λαός, που του χρωστούσε μαζί με την ευφροσύνη του γέλιου και την ωφέλιμη διδαχή, εθρήνησε, έτσι πάνδημα, και έτσι εγκάρδια, όχι πια τον κωμικό, αλλά προπαντός τον μεγάλο ερμηνευτή των ελληνικών θεατρικών έργων, της ελληνικής ζωής, της ζωής της δικής του.
*Κείμενο του διαπρεπούς δημοσιογράφου, ιστορικού ερευνητή και θεατρικού συγγραφέα Γεωργίου Ρούσσου (1910-1984) για τον Βασίλη Λογοθετίδη. Έφερε τον τίτλο «Ο μεγάλος κωμικός που πέθανε» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» το Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 1960, μία εβδομάδα μετά το θάνατο και πέντε ημέρες μετά την κηδεία του Λογοθετίδη.
Ο Γεώργιος Ρούσσος
Ο σπουδαίος ηθοποιός Βασίλης Λογοθετίδης απεβίωσε το Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 1960, στις 5:40 μ.μ., συνεπεία καρδιακής συγκοπής. Ο δημοφιλής κωμικός ετοιμαζόταν να μεταβεί στο θέατρο.
Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη κατόπιν εντολής τού τότε πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή.