Πάμε σινεμά: Ανάσες πριν τον θάνατο
Συγκίνηση, μα και συγκρατημένο χαμόγελο μπορεί να προκαλέσει η «Τελευταία πνοή» (Le dernier souffle, Γαλλία, 2024) του Κώστα Γαβρά, μια ταινία που μέσω του πολύ δυσάρεστου θέματος των ανίατων ασθενειών και της αντιμετώπισής τους, στην πραγματικότητα, αν κάτι πραγματικά καταφέρνει, είναι να τιμήσει και να υμνήσει την ομορφιά της ζωής.
Η κάμερα του σκηνοθέτη τριγυρίζει θαρραλέα μέσα σε διαδρόμους και θαλάμους νοσοκομείων, παρακολουθεί με πεισματική περιέργεια συζητήσεις που σχετίζονται με ασθένειες.
Βασικά πρόσωπα της ιστορίας ένας διανοούμενος συγγραφέας (Ντενί Πονταλιντές) που κάνει έρευνα επί του θέματος και ο καλοπροαίρετος, έμπειρος γιατρός (Καντ Μεράντ), ο οποίος «ξεναγεί» τον πρώτο στους χώρους ώστε να τον φέρει σε επαφή με τους ασθενείς και να τον βοηθήσει να καταλάβει την κατάστασή τους, μα και τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν.
Υπάρχουν σκηνές όπως εκείνη με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ (σε έναν σύντομο αλλά πολύ χαρακτηριστικό ρόλο) που σου σπαράζουν την ψυχή αλλά την ίδια ώρα ο Γαβράς σπάει τον πάγο επιτρέποντας στην ταινία να γίνει μια ιδέα πιο ανάλαφρη απ’ όσο την περιμένεις, ώστε να βοηθήσει τον θεατή να συμβαδίσει φιλικά μαζί της. Είναι σαν ο σκηνοθέτης να λέει ότι αφού σε αυτή τη ζωή τη μια στιγμή είμαστε και την άλλη όχι, λίγο χιούμορ κακό δεν κάνει· αντιθέτως μπορεί να βοηθήσει ώστε η κατάσταση να γίνει κάπως καλύτερη και πιο ανεκτή. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό γιατί η πληροφορία που προέκυψε από προσωπική έρευνα του Γαβρά και το βιβλίο των επιστημόνων Ρεζίς Ντεμπρέ, Κλοντ Γκρανζ που συνεργάστηκαν στο σενάριο, συνδυάζεται αρμονικά με την εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να καταθέσει την προσωπική του άποψη υπέρ της ευθανασίας, έτσι όπως με διαφορετικό τρόπο έκανε ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στην δική του πρόσφατη ταινία, «Το διπλανό δωμάτιο».
Μεγαλώνοντας σε «παιδόπολη»
Δεκαεπτά χρόνια μετά την ταινία «Ο αρσιβαρίστας και ο Αγγελος», η Ελένη Αλεξανδράκη, με τον «Θολό βυθό» (Ελλάδα, 2024), επιστρέφει στον κινηματογράφο μυθοπλασίας και μας μεταφέρει στην εποχή της εκπνοής του Εμφυλίου εστιάζοντας στην περίπτωση ενός παιδιού, γιου έλληνα αντάρτη, που αναγκάζεται να μεγαλώσει σε «παιδόπολη» της κυβέρνησης. Θυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια του Εµφυλίου (1946 – 1949) οι αντιµαχόµενοι στρατοί συγκέντρωσαν και µετακίνησαν παιδιά από τις εστίες τους. Οι παιδοπόλεις της κυβέρνησης είχαν ιδρυθεί από τον έρανο της Πρόνοιας Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος υπό την υψηλή προστασία της Α.Μ. της Βασιλίσσης Φρειδερίκης, ενώ ο ∆ηµοκρατικός Στρατός µετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας (σε αντίστοιχα ιδρύµατα των ανατολικών χωρών). Και στις δύο περιπτώσεις θύματα δεν ήταν παρά τα ίδια τα παιδιά που ένιωσαν τη βία να εισχωρεί μέσα τους χωρίς να μπορούν καν να καταλάβουν τον λόγο. Το παιδί είναι που ενδιαφέρει την Αλεξανδράκη, η οποία, με άξονα τη ματιά του, θα δουλέψει άψογα και σύντομα (η διάρκεια είναι μόλις 90′) την εξιστόρηση του τραγικού βιώματος, το οποίο θα αποτελέσει σκιά πάνω στη ζωή του παιδιού για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μακράν η καλύτερη ταινία μυθοπλασίας της Αλεξανδράκη, στηρίχτηκε σε δύο βιβλία του Γιάννη Ατζακά, τα «Διπλωμένα φτερά» και «Θολός βυθός», ο οποίος μεγάλωσε σε παιδόπολη. Κρίμα όμως που το φινάλε της ταινίας έρχεται τόσο απότομα. Κατά κάποιον τρόπο το φινάλε την αδικεί, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει το συναίσθημά μας απέναντί της.
Περιμένοντας το ξέσπασμα
Στο «Κυνήγι» (Ελλάδα, 2024) παρακολουθούμε έναν άνθρωπο που βρίσκεται διαρκώς «στην πρίζα». Δεν μιλάει πολύ και παρότι με το γιγαντόσωμο παρουσιαστικό και τη βλοσυρή του έκφραση δείχνει «ωμός», έτοιμος για καβγά, ποτέ δεν εκνευρίζεται – ακόμα και όταν έχει κάθε λόγο για αυτό, όπως συμβαίνει με τον προκλητικό χρυσαυγίτη γείτονά του. Αλλά το νιώθεις. Κάτι μέσα του δεν πάει καλά και ένα ξαφνικό ξέσπασμά του δεν θα σου προκαλούσε απορία. Το αν θα γίνει ή όχι θα πρέπει να περιμένουμε για να το δούμε, όμως η αναμονή αξίζει τον κόπο ενώ παρακολουθούμε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Χρήστου Πυθαρά που έκανε την πρεμιέρα της πέρυσι στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα Meet the Neighbors του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Χωρίς πολλά λόγια και με φωνή του την εικόνα, ο σκηνοθέτης μελετά με όρεξη αυτόν τον μοναχικό άνθρωπο που τόσο χαλαρά και ανεπιτήδευτα υποδύεται ο μη επαγγελματίας ηθοποιός Γιάννης Μπελής. Για την ακρίβεια, το γεγονός ότι ο Μπελής όχι μόνο δεν είναι ηθοποιός αλλά επαγγέλλεται σιδεράς (που είναι το επάγγελμα του συνονόματου ήρωα του στην ταινία) μας βοηθά να εισχωρήσουμε ακόμα πιο βαθιά μέσα του, να τον κατανοήσουμε – σχεδόν να ταυτιστούμε μαζί του. Ο Πυθαράς μέσω αυτής της χειροποίητης ταινίας αποδεικνύει ότι καλό σινεμά μπορείς να κάνει με λίγα χρήματα αν ξέρεις τι θέλεις να πεις και το πώς.
Στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου
Μια ματιά στις μέρες λίγο πριν από την πτώση του καθεστώτος του Νικολάε Τσαουσέσκου στη Ρουμανία (1989) αποπειράται o Μπογκντάν Μουρεσάνου με την ταινία «H νέα χρονιά που δεν ήρθε ποτέ» (Anul Nou care n-a fost, 2024) που πρόκειται για ένα πολύ καλά στημένο «κολάζ» στιγμιοτύπων και χαρακτήρων από την ηλεκτρισμένη κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Βαρόμετρο της ιστορίας η προσπάθεια των υπευθύνων του κρατικού καναλιού της ρουμανικής τηλεόρασης να «διορθώσουν» το ήδη γυρισμένο πρωτοχρονιάτικο σόου στο οποίο φαίνεται να τραγουδά μια ηθοποιός που εν τέλει αποστάτησε. Η εικόνα της πρέπει πάση θυσία να αντικατασταθεί και αυτό θα σημάνει μια σειρά τραγελαφικών επεισοδίων μέσω των οποίων, άλλοτε με χιούμορ άλλοτε όχι, απεικονίζεται η κατάσταση παράνοιας στην οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν η χώρα (όπως οι περισσότερες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης). Ο Μουρεσάνου δεν στέκεται μόνο στο ίδιο το επεισόδιο της τηλεόρασης αλλά μέσω αυτού πλάθει χαρακτήρες που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονταν μαζί του. Αν και μια ιδέα μεγαλύτερη από όσο χρειαζόταν, η ταινία πετυχαίνει στο να αποδώσει με πληρότητα την αποπνικτική ατμόσφαιρα της εποχής, όταν ο ένας φοβόταν τον άλλο και ανθρώπινη επικοινωνία δεν υπήρχε.
Οικογενειακός τρόμος
Με το «Presence» (ΗΠΑ, 2025) που σημαίνει παρουσία, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ («Η συμμορία των 11», «Traffic», «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες») εναποθέτει το δικό του λιθαράκι στο είδος του σινεμά φαντασίας και μεταφυσικού τρόμου, χρησιμοποιώντας ως αποκλειστικό χώρο δραματουργίας ένα σπίτι, εκεί όπου έχει μόλις μετακομίσει μια οικογένεια με πάρα πολλά προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των μελών της. Ο πατέρας (Κρις Σάλιβαν) προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του ισορροπιστή αλλά οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό και τον οδηγούν σε απελπισία. Η ασιάτισσα μάνα (Λούσι Λιου) δείχνει να ζει στον κόσμο της. Η κόρη (Καλίνα Λιανγκ) βασανίζεται από μια τραγική ανάμνηση και ο υπερόπτης γιος (Εντι Μαντέι) ειρωνεύεται τους πάντες. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι περισσότερο βάρος δίνεται στις ενδοοικογενειακές σχέσεις και λιγότερο σε αυτόν καθαυτό τον τρόμο, τον οποίο ο Σόντερμπεργκ μοιάζει να χρησιμοποιεί κυρίως ως πρόσχημα για την ανάπτυξη αυτών ακριβώς των σχέσεων. Σε γενικές γραμμές η ταινία σε κρατά, όμως το απότομο, τσεκουράτο φινάλε της σου δίνει την αίσθηση ενός αβασάνιστου επιλόγου, λες και η ταινία έπρεπε κάπως να κλείσει γιατί τα χρήματα τελείωσαν…
Μετά την καταστροφή
Στο «2073» (ΗΠΑ, 2024) του Ασίντ Καπάντια – γνωστού από το βραβευμένο με Οσκαρ ντοκιμαντέρ «Amy: Το κορίτσι πίσω από το όνομα» – δραματουργικό φόντο είναι η χρονιά του τίτλου, όταν «ο πλανήτης έχει πια καταστραφεί αλλά ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει». Ανατρέχοντας εν συντομία στα μεγάλα γεγονότα του 21ου αιώνα που κατάφεραν να μπολιάσουν το μίσος και τη φοβία στον άνθρωπο, η ταινία φιλοδοξεί να τα συνδέσει με τη μυθοπλασία: η Σαμάνθα Μόρτον υποδύεται μια επιζήσασα της καταστροφής που με την αφήγησή της συνοψίζει το «πώς φτάσαμε ως εδώ». Βαρύ, φορτωμένο και άκρως απαισιόδοξο, το φιλμ σου δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθείς ένα αμπαλάζ από τα πιο απαισιόδοξα δελτία ειδήσεων που έχουν μεταδοθεί από την τηλεόραση κατά τη διάρκεια των 25 τελευταίων ετών: Τραμπ, Πούτιν, Μασκ, πόλεμος στην Ουκρανία, Δίδυμοι Πύργοι, τρομοκρατία, Ζάκερμπεργκ, Νετανιάχου, Ερντογάν, Κίνα, Βόρεια Κορέα, Covid, δικτατορίες στη Λατινική Αμερική, Brexit, φίμωτρο στην ερευνητική δημοσιογραφία, η άνοδος της Ακροδεξιάς, ο θάνατος της δημοκρατίας κ.ο.κ. Ολα αυτά καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και αυτή η επανάληψη στην ταινία του Καπάντια δεν έχει και τόσο νόημα εφόσον μιλάμε για κινηματογράφο μυθοπλασίας.
Επίσης στις αίθουσες
«Cleaner» (Αγγλία, 2025). Σε σκηνοθεσία Μάρτιν Κάμπελ (Casino Royale) μια περιπέτεια με φόντο το σύγχρονο Λονδίνο, στην οποία ριζοσπάστες ακτιβιστές καταλαμβάνουν το ετήσιο γκαλά μιας ενεργειακής εταιρείας, συλλαμβάνοντας 300 ομήρους προκειμένου να αποκαλύψουν τη διαφθορά των οικοδεσποτών (παίζουν: Ντέιζι Ρίντλεϊ, Κλάιβ Οουεν κ.ά.)
«The monkey» (ΗΠΑ/Αγγλία, 2025). Σε σκηνοθεσία Οσγκουντ Πέρκινς (Longlegs), μια ιστορία υπερφυσικού τρόμου σε παραγωγή Τζέιμς Γουάν, «εγκεφάλου» των σειρών κινηματογραφικού τρόμου «The Conjuring» και «Σε βλέπω». Το σενάριο βασίζεται σε μια ιστορία από το «Skeleton Crew – Η ομίχλη και άλλες ιστορίες» του Στίβεν Κινγκ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος. (Παίζουν: Τέο Τζέιμς, Ελάιζα Γουντ κ.ά.)
«Η επίθεση των Τιτάνων: Η τελευταία επίθεση» (Attack on Titan the last attack /Shingeki no Kyojin: The Last Attack, 2024). Ιαπωνικό κινούμενο σχέδιο της σειράς φαντασίας Επίθεση των Τιτάνων, σε σκηνοθεσία Γιουτσίρο Χαγιάσι.