«Να επενδύσουμε στους ανθρώπους που γράφουν»
Είναι γεγονός πως σχεδόν αυθορμήτως προκαλείται μια σύγκρουση όταν συνομιλούν δύο άνθρωποι, και μάλιστα διαφορετικών γενεών, πάνω σε επικίνδυνα θέματα της τέχνης και της ζωής, όπως για παράδειγμα κατά πόσο ελεύθερος μπορεί να αισθάνεται ένας σκηνοθέτης κάνοντας τη διασκευή ενός κλασικού θεατρικού έργου ή αν συμφωνεί ή διαφωνεί με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Μια «σύγκρουση» που γίνεται ανύπαρκτη και σχεδόν μεταβάλλει σε δημιουργικές τις διαφορές ανάμεσα στις γενιές, όσο απομακρυσμένες κι αν είναι αυτές μεταξύ τους, όταν την αναπόφευκτη ηλικιακή αντιπαλότητα την αντικαθιστά μια ειλικρινής πρόθεση επικοινωνίας και δημιουργίας.
Πολύ περισσότερο όταν υπάρχει ο πνευματοφόρος ήπιος τόνος του νεότατου σκηνοθέτη Γιώργου Κουτλή, που αισθάνεσαι ακόμα και την πιο ρηξικέλευθη θέση του να τη διαχωρίζει από κάθε μορφής προκλητικότητα.
Δεν υπάρχει τέχνη που η έννοια της συνέχειας να μην είναι η δεσπόζουσα για όσους την υπηρετούν, ακόμη και όταν πολλοί ανάμεσά τους την αμφισβητούν ή τη συνειδητοποιούν με κενά που, καταγγέλλοντάς τα, είναι σαν να αναγνωρίζουν, άμεσα ή έμμεσα, πως είναι οι ίδιοι που προορίζονται να τα καλύψουν.
Σ’ οποιαδήποτε περίπτωση, αν μια ερώτηση προκύπτει ως αναπόφευκτη στη συζήτηση μ’ έναν σκηνοθέτη, είναι για τους δασκάλους του, αφού χωρίς τη μνεία τους και την παρουσία τους στη ζωή ενός καλλιτέχνη κάθε συνέχεια γίνεται, αν όχι ανύπαρκτη, προβληματική.
«Σπουδάζοντας στην Ελλάδα και στη Ρωσία, είχα την τύχη να έχω αρκετούς δασκάλους. Αν θα ήθελα όμως να αναφέρω έναν συγκεκριμένα, και μάλιστα με δέλτα κεφαλαίο, είναι ο Δημήτρης Ημελλος που τον χάσαμε πρόσφατα.
Τον είχα καθηγητή στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, αλλά αν συνέχισα σπουδές στη Ρωσία το οφείλω στον Ημελλο. Είχα μια προσωπική σχέση μαζί του, συνολική, που εκτός από τα μαθήματα και το θέατρο διαμόρφωσε τον τρόπο που σκέφτομαι, τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη ζωή. Στη Ρωσία είχα την τύχη να έχω ως δασκάλους τον Ντιμίτρι Κρίμοφ και τη σύντροφό του, τη Ναζάροβι, καθώς και τον Κάριν Κόβιτς, καλλιτέχνες που διαπλάτυναν τους ορίζοντές μου. Δεν μπορώ να παραλείψω και να μην αναφέρω ως δασκάλους μου τον Ακύλλα Καραζήση, τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Αλλά ο Ημελλος, που τον αναφέρω συνέχεια, παραμένει ο πρώτος».
Οσο γοητευτικό παραμένει το να συζητάς μ’ έναν καλλιτέχνη, και ειδικότερα του θεάτρου, για τους δασκάλους του, άλλο τόσο προκλητικό ανακύπτει το να σχολιάσεις μαζί του αυτή την πλησμονή των τελευταίων, των πολλών μάλιστα τελευταίων, χρόνων σε θεατρικές αίθουσες και σε θεατρικές παραστάσεις, κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή η πληθώρα ως χαρακτηριστικό ανθοφορίας της συγκεκριμένης τέχνης.
Ενα αχανές τοπίο
«Συζητώντας κάποτε μ’ έναν φίλο γιατί δεν έχουμε τόσους ποιητές όπως είχε, για παράδειγμα, η Γενιά του ’20, σχεδόν καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως αν υπήρχαν τόσοι καλοί ποιητές, είναι γιατί υπήρχαν και πάρα πολλοί κακοί ποιητές.
Σήμερα, ακριβώς επειδή είναι λίγοι οι ποιητές, είναι ελάχιστοι οι καλοί ποιητές.
Μ’ έναν τρόπο η πληθώρα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να εμφανιστούν σημαίνοντες δημιουργοί. Το κακό όσον αφορά το θέατρο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι πως η πλειονότητα των παραστάσεων δεν γίνεται με αξιοπρεπή εργασιακά κριτήρια.
Υπάρχει μια υπερφόρτωση καθώς ο τρόπος που λειτουργεί ειδικά το Ιντερνετ και διοχετεύονται οι πληροφορίες έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα χάος. Κάτι που οφείλεται στην έλλειψη κρατικής πολιτικής. Επειδή η ελεύθερη αγορά είναι μια ζούγκλα, γι’ αυτό έχουμε αυτό το αχανές τοπίο.
Τοπίο που έχει βέβαια πάρα πολλά κακά, αλλά, σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε με τον φίλο μου σε σχέση με τους ποιητές, έχει και κάτι καλό. Να πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και αγαπάνε το θέατρο».
Χωρίς να πρόκειται για ένα νεοσύστατο φαινόμενο, η όξυνση ωστόσο που γνωρίζει τα τελευταία χρόνια αποκλείει σε μια συζήτηση μ’ έναν σκηνοθέτη, μ’ έναν άνθρωπο του θεάτρου γενικότερα, να μην αναφερθεί κανείς στο περιλάλητο θέμα της «διασκευής» που καθιστά κυριολεκτικά αγνώριστα έργα του κλασικού αλλά και του σύγχρονου δραματολογίου ώστε ν’ αναρωτιέσαι γιατί ο διασκευαστής να μη διεκδικεί πια την πατρότητα ενός έργου και να το συστήνει ως το έργο ενός συγγραφέα, αν και το έχει «ξεκοιλιάσει».
«Με την προϋπόθεση ότι το σημαντικό είναι να “επικοινωνούνται” σωστά τα πράγματα, αν ένα θεατρικό έργο ανεβαίνει με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται για διασκευή ή ότι βασίζεται πάνω σ’ ένα θεατρικό έργο, που ονομάζεται βέβαια, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αφού δηλώνεται εξαρχής ότι υπάρχει μια ελευθερία στην αντιμετώπισή του.
Οταν είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, δεν αισθάνεται δηλαδή ο θεατής ότι τον κοροϊδέψανε, γίνεται ύποπτο το να επιμένει κανείς πάνω σ’ ένα πρόβλημα που δεν είναι καν πρόβλημα. Ο καθένας οφείλει να κάνει αυτό που τον καίει και πώς αυτό που τον καίει θα “επικοινωνηθεί” με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, δημιουργείται όταν, αντί γι’ αυτό που περιμένει να δει κάποιος όταν πηγαίνει στο θέατρο, βλέπει κάτι άλλο. Ολες οι ιστορίες είναι κάτι σαν μύθος, ή μάλλον είναι μύθοι. Πάνω στον μύθο της Αντιγόνης έχει γράψει έργο ο Σοφοκλής, αλλά έχει γράψει και ο Ανουίγ.
Είναι κάτι υγιές να ανανεώνονται οι μύθοι. Ενας καθηγητής μου έλεγε πως άμα σ’ έναν αγρό φυτεύεις συνέχεια λαχανικά, κάποια στιγμή θα σταματήσει το χώμα να καρπίζει.
Και τότε δεν έχεις παρά δύο επιλογές. Ή θα πας να φυτέψεις κάπου αλλού κάνοντας αγρανάπαυση στο δικό σου χωράφι ή θα φέρεις κοπριά και άλλα υλικά και θα τα μπλέξεις με το χώμα για να μπορέσει το χωράφι σου να ξαναγεννήσει.
Επομένως, σ’ ένα έργο που έχει ανέβει χιλιάδες φορές, ή δεν το κάνεις ή του φέρνεις κι άλλα χώματα προκειμένου να το κάνεις πιο ενεργό. Διαφορετικά, ποιος είναι ο λόγος για να ξανανεβαίνει ένα έργο σήμερα, αν όχι για να πεις εσύ σήμερα αυτό που έχεις να πεις με το συγκεκριμένο έργο. Πρόκειται βέβαια για μια μεγάλη κουβέντα, για μένα ωστόσο το σημαντικό είναι να μη διαψεύδεται η προσδοκία του θεατή, δηλαδή ότι χρησιμοποιήσανε τον τίτλο ενός έργου ή το όνομα του συγγραφέα του προκειμένου να δει μια παράσταση που δεν ήταν τελικά αυτή που του υποσχεθήκανε».
Μεγάλοι δημιουργοί
Χωρίς να συνιστά πρόβλημα, οπουδήποτε ένας καλλιτέχνης του θεάτρου που παίρνει πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του δεν μπορεί παρά συνειδητά, ή και ασύνειδα ακόμη, να διατηρεί έναν «διάλογο» με μεγέθη που έχουν γράψει Ιστορία στον χώρο του.
Εναν «διάλογο» που καθίσταται δύσκολος ή και προβληματικός καθώς το έργο αυτών των μεγεθών δεν μπορεί να ανασυσταθεί παρά μόνο με προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες όταν όμως για να έχει κανείς μια συνολική γνώση του χρειάζεται να έχει έρθει σε άμεση επαφή, ως θεατής, μαζί του.
Ωστόσο τα ονόματα του Δημήτρη Ροντήρη, του Κάρολου Κουν, του Αλέξη Μινωτή, του Μίνου Βολανάκη, αλλά και πολύ νεότερων όπως του Σπύρου Ευαγγελάτου και του Λευτέρη Βογιατζή δεν παύουν να συγκροτούν ένα θεατρικό, καλλιτεχνικό «σύμπαν» που κάθε μεταγενέστερος συνάδελφός τους αδυνατεί να παρακάμψει. «Δεν πρόλαβα, λόγω ηλικίας, να δω παραστάσεις αυτών των καλλιτεχνών. Εχω δει μόνο δύο, και οι δύο ήταν του Λευτέρη Βογιατζή.
Αν έχω μια γνώση είναι μόνο θεωρητική και αν υπάρχει ένας σεβασμός αυτός είναι εγκεφαλικός. Καταλαβαίνω ωστόσο ότι ο τρόπος (δεν είναι η απολύτως σωστή λέξη) που μας έμαθαν να βλέπουμε το θέατρο συνιστά πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσής μας.
Επομένως, πολλά πράγματα που έχουν “ανακαλύψει” τα εγκολπώνεται η σκέψη μας σχεδόν μ’ έναν αυθόρμητο τρόπο.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για δημιουργούς που, επειδή άλλαξαν στην εποχή τους πολλά σε σχέση με τον τρόπο που βλέπουμε το θέατρο, όσο κι αν μας φαίνονται σήμερα ως αυτονόητα αυτά που έχουν κάνει, τους ανήκει δικαιωματικά ο τίτλος των πρωτεργατών.
Ομως, όπως σε όλες τις περιπτώσεις των μεγάλων καλλιτεχνών, ταυτόχρονα με τον θαυμασμό υπάρχει κι ένας κωλοπαιδισμός, το να θέλεις να τους γυρίσεις ανάποδα.
Επειδή ακριβώς τους σέβεσαι, να θέλεις να τους ξεπεράσεις. Συνομιλείς και συγκρούεσαι ταυτόχρονα μαζί τους. Αλλά με τον υγιή, τον δημιουργικό τρόπο. Ολοι αυτοί οι δημιουργοί υπάρχουν στο κεφάλι μου μέσα σε μια μυθική σφαίρα. Εχοντας μπει στη δραματική σχολή το 2011 και έχοντας αποφοιτήσει το 2014, είχαν φύγει όλοι από τη ζωή πριν από πολλά χρόνια αλλά και πρόσφατα».
Πρόκειται για μια κοινή διαπίστωση ότι η δραματουργία παγκοσμίως διέρχεται μια περίοδο ύφεσης, με συνέπεια παλαιότερα ή σύγχρονα, κατά κάποιο τρόπο κλασικά θεωρούμενα έργα να παίζονται και να ξαναπαίζονται με μια συχνότητα ανησυχαστική, θα έλεγε κανείς.
Οφείλουμε, ωστόσο, ν’ ανησυχούμε; «Πιστεύω ότι γράφονται έργα, ο χρόνος όμως θα δείξει ποια είναι αυτά που θα καταξιωθούν ως κλασικά. Για να τα βρεις όμως τα έργα αυτά, χρειάζεται ψάξιμο, χρειάζεται σκάψιμο αλλά ταυτόχρονα και διάθεση να επενδύσεις σ’ αυτά.
Στην Ελλάδα αν δεν έχουμε σύγχρονα θεατρικά έργα, σε βαθμό που αν ρωτήσεις να σου πουν τα ονόματα τριών θεατρικών συγγραφέων, οι περισσότεροι δεν θα έχουν τι να απαντήσουν, δεν είναι γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι που να γράφουν.
Υπάρχουν, αλλά είναι πολύ μόνοι τους, δεν τους ενισχύει το κράτος, δεν υπάρχει πλάνο, θεατρική πολιτική ώστε αυτοί που υπάρχουν να παρουσιαστούν.
Στη Ρωσία γράφονται κάθε χρόνο πολλά θεατρικά έργα, όπως επίσης στην Αγγλία και στη Γερμανία, υπάρχει δηλαδή υλικό. Αλλά όπως πάντα τα υψηλού επιπέδου πράγματα δεν είναι πολλά, διαφορετικά δεν θα ήταν υψηλού επιπέδου. Στην Ελλάδα, αν έχουμε ένα ζήτημα, είναι τα ρίσκα που οφείλουμε να πάρουμε επενδύοντας στους ανθρώπους που γράφουν».
Το θέατρο στο Ταλίν
Η γνώση της ρωσικής θεατρικής πραγματικότητας που, καταπώς φαίνεται, δεν οφείλεται μόνο στα χρόνια των σπουδών του σ’ αυτή τη διαχρονικά ακμαία θεατρική μητρόπολη, αλλά διευρύνεται με μια μεταγενέστερη επικοινωνία και επαφή μαζί της, στερεώθηκε με μια μικρή ή μεγάλη μορφή συνεργασίας;
«Εχω δουλέψει στην Εσθονία, μια μικρή, πρώην σοβιετική, χώρα, με πληθυσμό γύρω στα τέσσερα εκατομμύρια. Δεν μπορώ να αποφανθώ αν το θέατρό της είναι σε ακμή, αυτό που είναι βέβαιο είναι πως πρόκειται για μια χώρα αρκετά δραστήρια που παίρνει τα πάνω της, μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα πλέον πολύ προχωρημένη τεχνολογικά.
Δούλεψα στο ρωσικό θέατρο της Εσθονίας, πιο συγκεκριμένα στην πόλη Ταλίν, ανεβάζοντας δύο παραστάσεις πριν από τέσσερα χρόνια που παίζονται ακόμη.
Πρόκειται για το έργο του Οστρόφσκι που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο “Το ημερολόγιο ενός απατεώνα”, αν και προσωπικά προτιμώ την αγγλική μετάφραση που είναι “Αρκετή βλακεία για κάθε σοφό”, και για το έργο “Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” του Ντάριο Φο. Δύο παραγωγές που “τρέχουν” ακόμη και αυτή τη στιγμή στο Ταλίν, με τη διαφορά όμως, επειδή το ρωσικό θέατρο της Εσθονίας είναι θέατρο ρεπερτορίου, οι παραστάσεις παίζονται για μία – δύο φορές τον μήνα, συνεχίζουν ωστόσο για όσο χρόνο έχουν κόσμο, μπορεί δηλαδή η διάρκειά τους να κρατήσει για δέκα ή και για δεκαπέντε χρόνια – έχει συμβεί να κρατήσει και είκοσι. Το θέατρο έχει το μόνιμο δυναμικό του σε ηθοποιούς και κάθε σκηνοθέτης που συνεργάζεται μαζί του είναι υποχρεωμένος να δουλέψει με τους ηθοποιούς αυτούς. Εχει συμβεί ηθοποιός να παίζει μέσα σ’ έναν μήνα σε δέκα διαφορετικές παραστάσεις. Αλλες λογικές».