Απλώνοντας μέχρι εκεί που αντέχει η τσέπη
Υπήρχε μια εποχή, που μια χώρα ολόκληρη ήταν στημένη πάνω από τους υπολογιστές για να μάθει πόσο έκλεισε το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της προηγούμενης χρονιάς από την Ευρωπαική Στατιστική Υπηρεσία. Από το ύψος του ελλείμματος που τότε είχαμε, πιθανολογούσαμε και το ύψος των νέων περιοριστικών μέτρων που έρχονταν στην οικονομία. Πόσους περισσότερους φόρους θα πληρώναμε, πόσες δαπάνες θα μειώνονταν. Πόσο θα άλλαζε η ζωή μας προς το χειρότερο. Είχαμε «εκπαιδευτεί» με τον πιο σκληρό τρόπο, μετά την αποκάλυψη ότι το 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλαδή το σωρευτικό αρνητικό αποτέλεσμα πολλών προϋπολογισμών, έφτανε το 15,6%, οδηγώντας τη χώρα τέτοια εποχή πριν από 15 χρόνια στη χρεοκοπία και στην προσφυγή στην πρώτη δανειακή σύμβαση.
Μετά το 2016 η χώρα άλλαξε παρακολούθημα, σε σχέση με τα δημοσιονομικά. Σημαντικό έγινε το αποτέλεσμα του προϋπολογισμού σε μια χρονιά, δηλαδή το πρωτογενές αποτέλεσμα, το οποίο συνοδεύτηκε από υποχρεωτικά πρωτογενή πλεονάσματα που αποτελούσε το δικό μας μερτικό στη σταδιακή αποπληρωμή του χρέους. Η υποχρέωση αυτή παρέμεινε σταθερή έκτοτε, προκειμένου να μηδενίσει το πρώτο που παρακολουθούσαμε στα πρώτα χρόνια των μνημονίων και κάπως έτσι φτάσαμε στο «θηριώδες» πρωτογενές πλεόνασμα των 11,4 δισ. του 2024.
Η μεγάλη υπόθεση ωστόσο για τη χώρα, το σημαντικό εάν πηγαίνουμε στη σωστή ή τη λάθος κατεύθυνση είναι ξανά το παλιό αυτό που παρακολουθούσαμε στα «μαύρα» χρόνια. Σε αυτό η χώρα όχι απλά κατέγραψε το 2024 δημοσιονομικό πλεόνασμα, αλλά αποτελεί μέρος ενός κλειστού κλαμπ μόλις έξι χωρών που έχουν πάψει να μεταφέρουν δημοσιονομικά βάρη από προϋπολογισμό σε προϋπολογισμό. Στην πιο κρίσιμη στιγμή των τελευταίων ετών για την παγκόσμια οικονομία, η Ελλάδα εισέρχεται με δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ το 2024, δηλαδή 3,1 δισ. ευρώ. Πώς συνέβη αυτό; Πολύ απλά τα έσοδα ήταν περισσότερα από τα έξοδα. Τόσο απλά και νοικοκυρεμένα, όπως κάνοντας αναγωγή με τα οικονομικά ενός νοικοκυριού που δεν έχει «απλώσει το χέρι του μακρύτερα από εκεί που αντέχει η τσέπη του».
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα πάνω από την Ελλάδα από όλη την ΕΕ των 27 χωρών ήταν μόλις η Δανία (+4,5%), η Ιρλανδία και η Κύπρος (και οι δύο +4,3%). Σε θετικό έδαφος από κάτω της μόνο το πλούσιο Λουξεμβούργο (+1%) και η Πορτογαλία (+0,7%). Ολες οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν δημοσιονομικά ελλείμματα με μεγαλύτερο στη Ρουμανία (-9,3%), στην Πολωνία (-6,6%) και τη Γαλλία (-5,8%), όπου πρέπει να ληφθούν και τα πιο σκληρά περιοριστικά μέτρα. Αυτά για όσους ψάχνουν τις αιτίες πίσω από την πρόσφατη επιδοματική «γαλαντομία» της κυβέρνησης.
Προφανώς έχουμε και «πληγές». Η Ελλάδα κατέχει περίοπτη θέση στη λίστα των πιο χρεωμένων χωρών της ΕΕ. Για την ακρίβεια η Ελλάδα συνεχίζει να κρατάει τα σκήπτρα (153,6% του ΑΕΠ) και ακολουθείται από την Ιταλία (135,3%), τη Γαλλία (113%), το Βέλγιο (104,7%) και την Ισπανία (101,8%). Αυτό που δεν φαίνεται στα νούμερα του χρέους, είναι ότι της Ελλάδας βαίνει μειούμενο, καθώς περισσότερο αποπληρώνει παρά δημιουργεί νέο χρέος, σε αντίθεση όλους τους άλλους. Το βάρος παραμένει τεράστιο, αλλά η τάση απομείωσής του είναι εντυπωσιακή και καλό είναι να τη θυμόμαστε, μέρες που είναι υπενθύμισης του… Καστελλόριζου.