Ζαχαράκη: «H παιδεία μας δεν χρειάζεται ούτε μύθους ούτε αφορισμούς, χρειάζεται έργα»
H oμιλία της Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Σοφίας Ζαχαράκη, κατά την Β΄ανάγνωση του νομοσχεδίου του ΥΠΑΙΘΑ στην Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Να σας ευχαριστήσω αρχικά όλους, για την ιδιαιτέρως γόνιμη συζήτηση που έγινε όλες αυτές τις ημέρες στην επιτροπή μας, και εύχομαι η επιφύλαξη που εκφράσατε ως προς την ψήφιση του νομοσχεδίου, στην Ολομέλεια να γίνει θετική ψήφος.
Γιατί στα μεγάλα, δεν έχουμε την παραμικρή, ουσιαστική δικαιολογία διαφωνίας, αλλά πολύ περισσότερους λόγους σύμπνοιας.
Πράγματι πρόκειται για ένα μεγάλο νομοσχέδιο που καλύπτει αρκετούς τομείς. Ζητήματα Θρησκευμάτων, ασφάλειας των Πανεπιστημίων, διαγραφές φοιτητών, Α’ βάθμιας και Β’ βάθμιας εκπαίδευσης κ.α. ρυθμίσεις.
Θέματα τα οποία οφείλουμε να δούμε κατάματα και μέσα από τις παρεμβάσεις μας, να δώσουμε άμεσες και οριστικές λύσεις.
Στα ζητήματα των Θρησκευμάτων θέλω να σταθώ σε τρία σημεία.
Με το άρθρο 3 η Ελληνική Πολιτεία, αναγνωρίζοντας τη μοναδική ιστορική, πολιτισμική και πνευματική φυσιογνωμία της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά– που ιδρύθηκε το 549 μ.Χ. από τον Ιουστινιανό και αποτελεί το αρχαιότερο εν λειτουργία χριστιανικό μοναστήρι στον κόσμο, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, και ένα σύμβολο πίστης, τέχνης και ειρηνικής συνύπαρξης των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών και προχωρά στην ίδρυση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Αυτό το πράττουμε προκειμένου να διασφαλιζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εν Ελλάδι η ιστορική συνέχεια ενός μοναδικού πνευματικού και πολιτιστικού κέντρου, που λειτουργεί αδιαλείπτως από τον 6ο αιώνα και αποτελεί φάρο ορθοδοξίας, γνώσης, συμβίωσης και ειρήνης.
Συστήνουμε, όμως, ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου όχι για να ελέγξουμε, αλλά για να διασφαλίσουμε. Όχι για να επέμβουμε, αλλά για να θωρακίσουμε.
Χωρίς να θίγεται σε καμία περίπτωση το θεμελιώδες εκκλησιαστικό της καθεστώς πλήρους αυτονομίας. Μόνο κατόπιν της ρητής εξουσιοδότησης της Ιεράς Σιναϊτικής Αδελφότητας της Μονής δύναται το Ν.Π.Δ.Δ. να προχωρήσει στην επιδίωξη των σκοπών του.
Κάθε απόφαση που αφορά την περιουσία ή την εκπροσώπηση της Μονής, ισχύει μόνον εφόσον εγκριθεί εκ των προτέρων από την ίδια την Αδελφότητα.
Η δομή διακυβέρνησης του νέου φορέα αποτυπώνει τον απόλυτο σεβασμό στην Ιερά Μονή και την πλήρη ανεξαρτησία αυτής.
Με το άρθρο 49 του νομοσχεδίου, η Ελληνική Πολιτεία προχωρά σε μια βαθιά τομή στον συνταγματικό μας πολιτισμό: για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, μια μουσουλμανική θρησκευτική κοινότητα – οι Μπεκτασήδες-Αλεβίτες της Θράκης – αναγνωρίζεται ρητά ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο.
Η πράξη αυτή συνιστά χειροπιαστή εφαρμογή της θρησκευτικής ελευθερίας και της ισότητας ενώπιον του νόμου. Δεν πρόκειται απλώς για νομική ρύθμιση· πρόκειται για μια έμπρακτη αναγνώριση της ειρηνικής παρουσίας, της πνευματικής ταυτότητας και της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας μιας κοινότητας με βαθιές ρίζες στη Θράκη και συμβολική σημασία για τη συνύπαρξη.
Πρόκειται για ιστορική αναγνώριση και πράξη βαθιάς θεσμικής ωριμότητας. Η Πολιτεία δεν επιβάλλει ομοιομορφία. Αντιθέτως, σέβεται την πολυμορφία, ακούει τη φωνή των πολιτών της και κατοχυρώνει εμπράκτως την αρχή της ελευθερίας του «θρησκεύεσθαι». Επιχειρείται μια αναβάθμιση του πλαισίου που διέπει την άσκηση του δικαιώματος «θρησκεύεσθαι» – ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, που πρέπει να ασκείται με ελευθερία, ασφάλεια και σεβασμό προς όλους.
Ειδικά όσον αφορά αδειοδότηση χώρων λατρείας (Άρθρα 33 έως 38): Εισάγεται ενιαίο, διαφανές και λειτουργικό σύστημα αδειοδότησης για την ίδρυση, μεταστέγαση, κατεδάφιση ή επέκταση ναών και ευκτηρίων οίκων, με σαφή διαχωρισμό μεταξύ τους (150 τ.μ. ως όριο), υποχρεωτική ανάρτηση πινακίδας με τον αριθμό πράξης (ΑΔΑ), απαγόρευση κατοίκησης στον ίδιο χώρο και σαφείς κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης. Τα όρια αυτά κατόπιν της σημερινής συζήτησης και διαπιστώνοντας την ταύτιση απόψεων των φορέων, θα επανεξετάσουμε άμεσα και θα τα αυξήσουμε έτσι ώστε να καλύπτονται οι ανησυχίες αυτές αλλά και η λειτουργικότητα της ρύθμισης.
Από την άλλη, αδιαμφισβήτητα το μεγάλο θέμα στο οποίο σταθήκατε όλοι, ήταν αυτό των Πανεπιστημίων.
Τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη αναλυθεί εκτενώς σήμερα από τον αρμόδιο Υφυπουργό, Νίκο Παπαϊωάννου. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να συνοψίσω την πολιτική διάσταση και το γενικό μήνυμα που απορρέει από αυτές τις ρυθμίσεις.
Θέλω να είμαι ξεκάθαρη. Αφετηρία της κυβερνητικής μας πολιτικής είναι μία:
- Δεν τίθεται κανένα δίλημμα μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας.
- Κανένα δίλημμα μεταξύ της προστασίας της φοιτητικής ιδιότητας και της επιβολής ενός συνεκτικού πλαισίου κανόνων και ευθύνης.
Στόχος είναι ένας και αποκλειστικός: Θέλουμε τα Πανεπιστήμια ανοιχτά, ελεύθερα, δημοκρατικά και ασφαλή για όλους – για τους φοιτητές, τους καθηγητές, το διοικητικό προσωπικό, τους επισκέπτες, για μία πιο ποιοτική ακαδημαϊκή λειτουργία. Όλα αυτά όμως εξασφαλίζονται μέσα από κανόνες.
Η πολιτική μας δεν πρέπει και δεν είναι αποσπασματική. Έχει στρατηγικό ορίζοντα, θεσμική συνέπεια και εθνικό προσανατολισμό. Και ναι, προχωράμε με τόλμη εκεί που άλλοι δίστασαν. Και ναι το Πανεπιστήμιο δεν είναι γήπεδο. Συμφωνώ, γιατί ακούστηκε στις Επιτροπές μας.
Είναι χώρος μάθησης, ελευθερίας και δημιουργικότητας, αλλά με συνθήκες ασφάλειας.
Και αυτή την ασφάλεια οφείλουμε να την ενισχύσουμε. Στους φοιτητές, στους καθηγητές, αλλά και στις οικογένειες που επενδύουν τόσα πολλά στις σπουδές των παιδιών τους.
Το ελληνικό πανεπιστήμιο, απ΄ το οποίο αποφοιτήσαμε με χαρά, τιμή και σεβασμός προς τους καθηγητές μας και τις προσπάθειες μας, δεν μπορεί και δεν πρέπει να λειτουργεί υπό το καθεστώς φόβου ή και αυθαιρεσίας. Η κοινωνία — και ιδίως οι φοιτητές και οι οικογένειές τους — απαιτεί πράξεις. Η ασφάλεια στα Α.Ε.Ι. δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας, αλλά υπόθεση θεσμικής αξιοπιστίας και δημοκρατικής ευθύνης.
Γι’ αυτό και το νομοσχέδιο προβλέπει ένα γενικό πλαίσιο ασφάλειας, το οποίο εξειδικεύεται από κάθε Ίδρυμα βάσει των ιδιαίτερων αναγκών και συνθηκών του, με μελέτη εκτίμησης κινδύνου και χρήση τεχνολογικών μέσων. Δεν επιβάλλουμε ενιαία λύση από τα πάνω· δίνουμε τα εργαλεία, δίνουμε τις ευθύνες.
Από εκεί και πέρα, η θεσμική εποπτεία δεν είναι αντίθετη με το αυτοδιοίκητο – είναι ο φυσικός του ορίζοντας. Το άρθρο 16 του Συντάγματος εγγυάται την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, αλλά ορίζει και την υποχρέωση του κράτους να εποπτεύει. Εμείς ασκούμε αυτή την εποπτεία στην πράξη, κατοχυρώνοντας κανόνες λογοδοσίας. Διοικήσεις που δεν επιτελούν το καθήκον τους θα υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο, όπως ισχύει σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου.
Η προστασία της ελευθερίας του λόγου και της ακαδημαϊκής ελευθερίας είναι απολύτως κατοχυρωμένη. Η οριστική διαγραφή φοιτητή προβλέπεται μόνο σε εξαιρετικά περιορισμένες περιπτώσεις, και μόνο μετά από αμετάκλητη καταδίκη για κακούργημα και μεσολάβηση κρίσης από πειθαρχικό όργανο. Δεν υπάρχουν αυθαιρεσίες. Υπάρχει κράτος δικαίου.
Και σε σχέση με την επιλογή του ορίου του 70% των πιστωτικών μονάδων ως όριο για τη διατήρηση της φοιτητικής ιδιότητας, αλλά και των πολλών άλλων προβλέψεων που έχουν υπάρξει σε σχέση θέματα μερικής φοίτησης – διακοπής της φοίτησης και άλλα δεν είναι αυθαίρετη. Είναι αποτέλεσμα διαλόγου με τη Σύνοδο Πρυτάνεων, και διασφαλίζει ότι όσοι έχουν προχωρήσει σημαντικά τις σπουδές τους, έχουν ευκαιρία να τις ολοκληρώσουν. Είναι μια ρύθμιση ρεαλιστική, ενισχυτική και παιδαγωγικά συνεπής.
Κυρίες και κύριοι,
Το πανεπιστήμιο της γνώσης, της προόδου και της αριστείας δεν χτίζεται με συνθήματα, ούτε με ιδεοληψίες. Χτίζεται με καθαρούς κανόνες, σαφείς ευθύνες και έμπρακτη στήριξη. Και αυτό το σχέδιο νόμου είναι ακριβώς ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν συμβιβαζόμαστε με τη μετριότητα ή την αδράνεια. Δεν αποδεχόμαστε την παραίτηση από το αυτονόητο.
Εισέρχομαι πλέον στα θέματα της σχολική εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα δεν έρχεται εν κενώ. Εντάσσεται στη συνέχεια μιας συνεκτικής, στρατηγικής προσπάθειας που ξεκίνησε ήδη από το 2019, με σταθερό στόχο τη συνολική αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου – και ειδικά του πιο ευαίσθητου και απαιτητικού του πυρήνα: της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, της ειδικής αγωγής, της παράλληλης στήριξης, των Τμημάτων Ένταξης και της ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. Μια προσπάθεια που δεν περιορίστηκε σε εξαγγελίες, αλλά αποτυπώθηκε σε χιλιάδες νέες οργανικές θέσεις, σε θεσμικές τομές, σε πρωτοβουλίες με μετρήσιμο αντίκρισμα. Το παρόν νομοσχέδιο, με τις ρυθμίσεις του, έρχεται να εδραιώσει και να επεκτείνει αυτήν την πολιτική: διορθώνοντας αστοχίες, απαντώντας σε κενά και ενισχύοντας δομές.
Ας ξεκινήσουμε από τη συζήτηση για τα Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία. Το ελληνικό δημόσιο σχολείο υπήρξε ανέκαθεν πολυμορφικό: Μουσικά, Καλλιτεχνικά, Αθλητικά, λειτουργούν εδώ και χρόνια χωρίς να αμφισβητείται ο χαρακτήρας τους. Γιατί, λοιπόν, τα Πρότυπα και Πειραματικά στοχοποιούνται ως ελιτίστικα; Επειδή έχουν ειδικά κριτήρια εισαγωγής; Το ίδιο ισχύει στα Μουσικά και στα Αθλητικά, όπου απαιτούνται δεξιολογικές δοκιμασίες ή αξιολογούνται οι επιδόσεις.
Με αυτήν την έννοια, τα Πρότυπα και Πειραματικά δεν εισάγουν μια λογική εκπαιδευτικής «προνομιακής μεταχείρισης» αντίθετα, ενισχύουν την καινοτομία και λειτουργούν ως δυναμικοί πυρήνες εξέλιξης και μεταφοράς καλών πρακτικών. Είναι, μάλιστα, τα μόνα σχολεία που υποχρεώνονται από τον νόμο να δημοσιοποιούν τις παιδαγωγικές τους πρακτικές, να επιμορφώνουν συναδέλφους και να στηρίζουν τα υπόλοιπα σχολεία. Δεν αντλούν προνόμια, παράγουν και ανατροφοδοτούν γνώση.
Το κρίσιμο, εδώ, είναι ότι η καινοτομία αυτή δεν μένει εγκλωβισμένη. Κάθε Πρότυπο ή Πειραματικό σχολείο υποχρεούται από τη νομοθεσία να μοιράζεται τις πρακτικές του με γειτονικά σχολεία: μέσα από κοινές δράσεις, ομίλους, εργαστήρια και επιμορφώσεις. Αυτή η «διάχυση και ανατροφοδότηση» είναι ακριβώς το θεσμικό εργαλείο που εξασφαλίζει ότι δεν δημιουργούνται σχολεία δύο ταχυτήτων, αλλά δίκτυα που ανεβάζουν συλλογικά τον πήχη της ποιότητας.
Με απλά λόγια, τα Πρότυπα και Πειραματικά δεν αντιστρατεύονται τον στόχο να ανέβει το επίπεδο όλων των σχολείων. Τον υπηρετούν, μεθοδικά και θεσμικά. Είναι οι κόμβοι που δοκιμάζουν, μεταφέρουν και ενισχύουν. Η ύπαρξή τους δεν απειλεί την ισότητα, την εγγυάται μέσω της πράξης και της συνεργασίας. Και σε αυτή τη βάση πρέπει να κριθούν – όχι ως εξαιρέσεις, αλλά ως καταλύτες συλλογικής προόδου.
Η κοινωνική απήχηση το αποδεικνύει: το 2024 υποβλήθηκαν πάνω από 20.000 αιτήσεις για περίπου 4.800 θέσεις και για το 2025 (συμπεριλαμβανομένων και των Ωνασείων) υποβλήθηκαν 28.836 για 6.174 θέσεις.
Η πλειονότητα των ενδιαφερόμενων προήλθε από οικογένειες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κλειστά σχολεία, αλλά για ανοιχτές ευκαιρίες. Παράλληλα, η διεύρυνση του δικτύου με νέα σχολεία σε νησιωτικές και ορεινές περιοχές δείχνει ότι η αριστεία δεν περιορίζεται στα προνομιούχα κέντρα, επεκτείνεται με όρους ισοτιμίας.
Εξίσου κρίσιμο θέμα είναι αυτό της ειδικής αγωγής.
Σε αντίθεση με το αφήγημα της εγκατάλειψης, η εικόνα είναι σαφής: 5.734 μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής μέσα σε τέσσερα χρόνια και 2.800 μέλη Ειδικού Εκπαιδευτικού και Βοηθητικού Προσωπικού ήδη παρόντες στα σχολεία. Για πρώτη φορά μετά το 2010, η δημόσια εκπαίδευση γνωρίζει μια συστηματική ενίσχυση με τακτικούς διορισμούς. Για πρώτη φορά μετά το 2010 η δημόσια εκπαίδευση υφίσταται συστηματική ένεση τακτικών διορισμών και ειδικά στην ειδική αγωγή όπου για πρώτη φορά έγιναν διορισμοί. Κι αν μερικοί λένε ότι ακόμη δεν αρκεί, η απάντηση είναι απλή: ακολουθεί νέο κύμα, γιατί αποφασίσαμε να κάνουμε τον κανόνα -όχι την εξαίρεση- τις μόνιμες θέσεις.
Σε σχέση με την μείωση των μαθητών στο τμήμα εφόσον υπάρχον μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Θυμίζω ότι ενώ το 2013, η μείωση κατά τρείς μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, γινόταν με εισήγηση του Συλλόγου Διδασκόντων, το 2017 ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε ποσοτικές προϋποθέσεις 3 και 5 μαθητών αντιστοίχως και εισήγηση Συλλόγου, Συμβούλων Γενικής και Ειδικής Εκπαίδευσης, Διευθυντή Εκπαίδευσης και επιπλέον εάν υπήρχε Τμήμα Ενταξης δεν γινόταν μείωση. Το ζήτημα εδώ είναι ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο στήριξης το οποίο να λειτουργεί με λογική και να υπηρετεί τον πραγματικό μας σκοπό με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Ο πρώτος μηχανισμός υποστήριξης είναι ο εκπαιδευτικός του Τμήματος Ένταξης ή της Παράλληλης Στήριξης. Όπου, και μόνο όπου, δεν υπάρχει άλλος θεσμός, εφαρμόζεται το μέτρο «μείον τρεις». Αυτό σημαίνει καλύτερη αξιοποίηση πόρων, αλλά και δικαιότερη κατανομή ανθρώπινου δυναμικού.
Κι εμείς τους βασικούς θεσμούς τους στηρίζουμε έμπρακτα με τις χιλιάδες ιδρύσεις Τμημάτων Ένταξης και τις χιλιάδες προσλήψεις εκπαιδευτικών για Παράλληλη Στήριξη.
Ναι, κάποτε οι εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης τοποθετούνταν στην πρώτη φάση Νοέμβριο ή και ακόμα πιο αργά. Σήμερα οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών γίνονται σε δύο φάσεις: η πρώτη ολοκληρώνεται τον Αύγουστο, η δεύτερη μέχρι τις 20 Οκτωβρίου – όπως ορίζει ο νόμος. Οι δύο φάσεις υπάρχουν ακριβώς για να καλυφθούν οι γνωματεύσεις που, αντικειμενικά, δεν εκδίδονται νωρίτερα. Όσο για την «προσωρινότητα», οι αριθμοί μιλούν: από 9 882 εκπαιδευτικούς παράλληλης στήριξης το 2019‑2020 περάσαμε σε 16 284 φέτος, αύξηση 65 % σε πέντε χρόνια. Αυτή δεν είναι πυροσβεστική λύση, αλλά θεμιτός μετασχηματισμός που προοικονομεί μόνιμο καθεστώς, μόλις ολοκληρωθεί η επικαιροποίηση του πλαισίου του 2008.
Τα Τμήματα Ένταξης δεν ιδρύονται για εντυπωσιασμό, αλλά για λειτουργούν και παράγουν αποτελέσματα. Από 3.638 το 2019, φτάσαμε στα 7.244 τον Ιούλιο του 2025. Η στελέχωσή τους γίνεται μέσω διορισμών, ενώ τροποποιούμε και τα κριτήρια: από 300 μαθητές για τοποθέτηση δεύτερου φυσικού επιστήμονα, στους 250, με προοπτική να φθάσουμε τους 200. Γιατί η ένταξη δεν αφορά ένα μόνο γνωστικό αντικείμενο, αφορά το δικαίωμα κάθε παιδιού να συμμετέχει πλήρως στο σχολικό πρόγραμμα, για αυτό και επεκτείναμε την δυνατότητα πρόσληψης στην παράλληλη σύμβαση και για τις ειδικότητες από ΠΕ 80-90.
Η τοποθέτηση ενός εκπαιδευτικού παράλληλης ανά τμήμα εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 2023 με εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν και το πνεύμα του νόμου 3699/2008, αυτό εφαρμόζεται και στις χώρες του εξωτερικού, αυτό προτείνεται και από τον Ευρωπαϊκό Φορέα για την Ενταξιακή Εκπαίδευση, αυτό προτείνουν και οι επιστήμονες για την ενταξιακή/συμπεριληπτική εκπαίδευση.
Σήμερα με τη διάταξή μας δίνεται η δυνατότητα αν σε τμήμα σχολείου φοιτούν μαθητές με σοβαρότερες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ύστερα από πρόταση της Ε.Δ.Υ. και σε σχολικές μονάδες στις οποίες δεν έχει συσταθεί Ε.Δ.Υ. ύστερα από πρόταση του συλλόγου διδασκόντων και θετικές εισηγήσεις του Συμβούλου Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης και του οικείου ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ., να τοποθετηθούν και δύο (2) εκπαιδευτικοί Ε.Α.Ε στο ίδιο τμήμα.
Έχουν ιδρυθεί Τμήματα Ένταξης σε όλα τα σχολεία με μεγάλο αριθμό μαθητών, οπότε η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών φοιτά σε σχολείο με Τμήμα Ένταξης. Επίσης, είμαστε έτοιμοι την επόμενη σχολική χρονιά να συνεχίσουμε τον σχεδιασμό μας για κάλυψη ακόμα μεγαλύτερου αριθμού σχολείων με την ίδρυση νέων Τμημάτων Ένταξης. Η τωρινή ίδρυση δεν ήταν «αποσπασματική». Έχουμε ήδη καταγράψει τις ανάγκες για να προχωρήσουμε .Και μάλιστα επειδή στην Βθμια ειδικά μπορεί ενώ υπήρχαν ανάγκες να μην είχαμε αιτήματα ίδρυσης ΤΕ, μπορούμε να τα ιδρύουμε εκεί που υπάρχουν διαπιστωμένες ανάγκες και χωρίς αίτημα του σχολείου και μάλιστα με πολύ πιο απλοποιημένη διαδικασία.
Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο ζήτημα των σχολικών νοσηλευτών – ένα ζήτημα ουσίας και ευθύνης απέναντι στις πιο ευάλωτες ομάδες του μαθητικού πληθυσμού. Το σχολικό έτος 2018-2019 είχαν προσληφθεί 999 σχολικοί νοσηλευτές. Το 2024-2025, ο αριθμός αυτός έφτασε τους 2.045.
Πρόκειται για υπερδιπλασιασμό μέσα σε έξι χρόνια – 1.046 περισσότεροι νοσηλευτές σε σύγκριση με το 2018. Είμαστε η κυβέρνηση που, όχι με λόγια αλλά με πράξεις, επένδυσε συστηματικά στη στελέχωση των σχολικών μονάδων με εξειδικευμένο υγειονομικό προσωπικό.
Τον Απρίλιο του 2025, όμως, το Υπουργείο Παιδείας είχε ήδη προσλάβει το σύνολο των διαθέσιμων υποψηφίων από τον πίνακα του ΑΣΕΠ. Μόλις πέντε υποψήφιοι δεν προσλήφθηκαν, αποκλειστικά επειδή οι περιοχές που είχαν δηλώσει δεν είχαν ανάγκη. Και όμως, 600 μαθητές έμειναν χωρίς πρόσβαση σε σχολικό νοσηλευτή, όχι γιατί δεν υπήρξε μέριμνα, αλλά γιατί δεν υπήρχαν πλέον διαθέσιμοι επαγγελματίες στο σύστημα.
Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει η διάταξη που προβλέπει –υπό αυστηρές προϋποθέσεις– τη δυνατότητα ένας σχολικός νοσηλευτής να καλύπτει δύο σχολεία, εφόσον αυτά βρίσκονται εντός απόστασης 100 μέτρων. Δεν πρόκειται για αυθαιρεσία ή για υποβάθμιση του ρόλου τους, είναι η ελάχιστη αναγκαία ευελιξία ώστε κανένα παιδί να μη μένει χωρίς υποστήριξη λόγω γραφειοκρατικών ορίων .
Παράλληλα, με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Υγείας και σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα, προχωρούμε στην εξειδίκευση όλων των λειτουργικών και δεοντολογικών ζητημάτων που αφορούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, διασφαλίζοντας σαφήνεια καθηκόντων, ενιαία πρωτόκολλα και επαγγελματική θωράκιση του ρόλου των σχολικών νοσηλευτών.
Αναφέρθηκε ότι υπάρχει υστέρηση στην ψυχοκοινωνική στήριξη.
Από το 2020 και εξής, μετά από χρόνια στασιμότητας, έχουν διοριστεί 881 μόνιμοι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί: 442 ψυχολόγοι (ΠΕ23) και 439 κοινωνικοί λειτουργοί (ΠΕ30). Αυτοί οι διορισμοί έγιναν κυρίως σε ΣΜΕΑΕ και ΣΔΕΥ, ενώ από την 1η Σεπτεμβρίου 2024 επιτρέπονται πλέον και απευθείας διορισμοί στα ΚΕΔΑΣΥ, διευρύνοντας τις δυνατότητες στήριξης.
Η διαφορά είναι εντυπωσιακή: ενώ τον Μάρτιο του 2020 υπηρετούσαν μόλις 184 μόνιμοι ψυχολόγοι και 175 κοινωνικοί λειτουργοί, το 2025 οι αριθμοί έχουν εκτοξευθεί στους 645 και 585 αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει τριπλασιασμό στους ψυχολόγους και περισσότερο από τριπλασιασμό στους κοινωνικούς λειτουργούς μέσα σε μόλις πέντε χρόνια.
Παράλληλα, με την προσθήκη 1.200 νέων οργανικών θέσεων στο παρόν νομοσχέδιο, διπλασιάζεται η συνολική διαθεσιμότητα των επαγγελματιών ψυχοκοινωνικής στήριξης στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ενισχύονται τα Σχολικά Δίκτυα Εκπαιδευτικής Υποστήριξης (ΣΔΕΥ), τα οποία πλέον φτάνουν τα 1.150 και καλύπτουν 5.750 σχολικές μονάδες σε όλη τη χώρα.
Εμπράκτως έχουμε αποδείξει ότι η ψυχοκοινωνική στήριξη στο σχολείο δεν είναι ούτε επικουρική ανάγκη ούτε υπηρεσία “συμπληρωματική”. Είναι θεμελιώδης συνιστώσα της ποιότητας της εκπαίδευσης και βασικός όρος της ισότιμης συμμετοχής όλων των παιδιών. Σε αυτόν τον τομέα, η πολιτική μας παρέμβαση ήταν και παραμένει αποφασιστική.
Κλείνω, λοιπόν, με ένα απλό συμπέρασμα. Η κριτική που δεχόμαστε ισορροπεί συχνά ανάμεσα στην υπερβολή και στη νοσταλγία για ένα σύστημα που άφηνε τα παιδιά με αναπηρία στην άκρη, τους εκπαιδευτικούς σε διαρκή ανασφάλεια και τους γονείς χωρίς φωνή. Εμείς, αντίθετα, υλοποιούμε ένα σχολείο συμπεριληπτικό, επαρκώς στελεχωμένο, με σύγχρονες υποστηρικτικές δομές και – τολμώ να πω – με επιτελική τόλμη να διορθώνει ακόμα και ιστορικές αστοχίες. Πιο πολλοί εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής, πιο πολλά Τμήματα Ένταξης, περισσότερη παράλληλη στήριξη, διπλάσιοι σχολικοί νοσηλευτές, χιλιάδες οργανικές θέσεις ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών: αυτά δεν είναι «λογιστική διαχείριση», είναι επένδυση στο πιο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας, τα παιδιά της.
Σας καλώ, λοιπόν, να στηρίξετε ένα νομοσχέδιο που μετατρέπει την κατανόηση των αναγκών σε συγκεκριμένες πράξεις και την κριτική σε γόνιμο διάλογο με ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα. Γιατί, τελικά, η παιδεία μας δεν χρειάζεται ούτε μύθους ούτε αφορισμούς, χρειάζεται έργα – κι αυτά βλέπουν ήδη το φως της τάξης.