Απίστευτες ιστορίες με fake πίνακες και Ναζί: Ένας Σεζάν στα πρόαστια της Αθήνας
Τα βλέμματα όλων προσηλώνονται στο θέμα ή στη σύνθεση, στα χρώματα ή στην τεχνοτροπία ενός έργου ζωγραφικής. Εξαίρεση αποτελούν οι έμποροι τέχνης. Εκείνοι γνωρίζουν ότι η πίσω όψη ενός πίνακα μπορεί κάποιες φορές να τους διηγηθεί πιο συναρπαστικές ιστορίες από την κύρια, αποκαλυπτικές για τη διαδρομή του στον χρόνο, την τύχη του και ενίοτε ενισχυτικές για την αξία του.
Τι συμβαίνει όμως όταν όχι ένα έργο, αλλά μια ολόκληρη «πινακοθήκη», έχει κρυμμένα μυστικά στην πίσω όψη των έργων που τη συνθέτουν; Κι όταν αυτά τα έργα όχι απλώς καταγράφουν με λεπτομέρεια κάθε, μα κάθε σελίδα της ιστορίας της τέχνης από τα τέλη του 19ου έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., αλλά βρίσκονται και σε ένα σπίτι των νότιων προαστίων της Αθήνας;
Μπροστά σε αυτή την εικόνα βρέθηκε ο πρώην αμερικανός έμπορος τέχνης Εζρα Τσοουαΐκι πριν από δύο δεκαετίες, όταν διατηρούσε ακόμη την περίφημη γκαλερί του στο Μανχάταν και πριν καταδικαστεί (2018) για απάτη με ηλεκτρονικά μέσα, επειδή πωλούσε έργα τέχνης τα οποία είτε δεν του ανήκαν είτε δεν είχε δικαίωμα να διαχειρίζεται.
Στην πόρτα του σπιτιού στα νότια προάστια περίμενε τον αμερικανό έμπορο – όπως διηγείται ο ίδιος σε άρθρο του στο ψηφιακό εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο airmail – ένας ηλιοκαμένος άνδρας με γκρι φόρμα που κάπνιζε ένα πούρο. Του συστήθηκε ως Τζίμι (ψευδώνυμο, προφανώς) χωρίς να του πει ποτέ το επίθετό του. Είχε ζητήσει απόλυτη εχεμύθεια και είχε φροντίσει να ενημερώσει – με την επέμβαση μεσάζοντα – τον καλεσμένο του ότι διαθέτει δεκάδες έργα προς πώληση. Ο έμπειρος Τσοουαΐκι είχε επιφυλάξεις. Γνώριζε, όμως, καλά ότι όσο κι αν μια υπόθεση μοιάζει απίθανη, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να καταλήξει σε μια επιτυχημένη συμφωνία.
«Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν ένα τοπίο του Σεζάν», περιγράφει ο έμπορος. «Εσύ έχεις αυτόν τον Σεζάν;», ρώτησε τον Τζίμι, ο οποίος έγνεψε καταφατικά. Το έργο ήταν μουσειακού επιπέδου και η αξία του ξεπερνούσε τα 10 εκατ. δολάρια. Πιο δίπλα κρεμόταν ένας Βαν Γκογκ και στους υπόλοιπους τοίχους δύο Γκογκέν, ένας πρώιμος Πικάσο, ένα σχέδιο του Ματίς, ένα επίσης πρώιμο έργο του Καντίνσκι… «Ενιωθα εξαντλημένος θαυμάζοντας όλα αυτά τα έργα», περιγράφει ο Εζρα Τσοουαΐκι.
H επόμενη ερώτηση ήταν αν ο Τζίμι είχε σκοπό να πουλήσει το τοπίο του Σεζάν. Η απάντηση ήταν θετική. Συμπληρώθηκε όμως από τη φράση «…αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα». Στο απορημένο βλέμμα του εμπόρου, ο άνδρας με το πούρο τον προέτρεψε να κοιτάξει την πίσω όψη του πίνακα. Ο έμπορος ξεκρέμασε το έργο. Το γύρισε και εντόπισε μια σφραγίδα την οποία συνέθεταν τρία στοιχεία: η χρονολογία 1943, ένας αετός και δύο γράμματα αποδοσμένα με στυλιζαρισμένη γραμματοσειρά, που έμοιαζαν με κεραυνούς: SS.
Οταν ο έμπορος γύρισε προς τον Τζίμι, διαπίστωσε πως το βλέμμα του συνομιλητή του ήταν φορτωμένο με τόσες ενοχές και αίσθημα ντροπής που έμοιαζε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα. Επιχείρησε να τον καθησυχάσει, αλλά εκείνος τον προέτρεψε να κοιτάξει και την πίσω όψη του Βαν Γκογκ. Αλλη μία σφραγίδα των SS ήταν εκεί.
«Ενιωσα ζάλη. Αυτό ήταν το πρόβλημα του Τζίμι», περιγράφει ο Εζρα Τσοουαΐκι. Οταν ανέκτησε την ψυχραιμία του, θέλησε να μάθει πόσα από τα έργα που είχε στην κατοχή του ο υποψήφιος πωλητής έφεραν τα χαρακτηριστικά σύμβολα του Γ’ Ράιχ. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Ολα».
Στη συνέχεια ο Τζίμι έφερε μια ωραία μικρή ελαιογραφία του Ντεγκά. Στο πίσω μέρος, με μεγάλη γραμματοσειρά, αναγράφονταν στα γερμανικά η φράση «Αυτός ο πίνακας ανήκει στην προσωπική μου συλλογή» και από κάτω το όνομα “H. Göring” (ο Χέρμαν Γκέρινγκ ήταν ο επικεφαλής της Γκεστάπο και ο πιο στενός συνεργάτης του Χίτλερ) και υπήρχε μια σφραγίδα που απεικόνιζε έναν αετό να κρατά μια ναζιστική σβάστικα.
Κανείς δεν έλειπε από την «πινακοθήκη» του Τζίμι: Μονέ, Ρενουάρ, σχέδια του Βαν Γκογκ, Τουλούζ-Λοτρέκ. Ολα ανεξαιρέτως τα έργα είχαν είτε μια σφραγίδα είτε μια επιγραφή στο πίσω μέρος που έδειχναν ότι είχαν λεηλατηθεί. Κι αν ο έμπορος έμοιαζε να παίζει σε ένα παιχνίδι, όπου κάθε φορά που εμφανιζόταν ένα έργο ενώπιόν του έπρεπε να βρει τον καλλιτέχνη, ο βαθμός δυσκολίας ανέβηκε όταν κλήθηκε να εντοπίσει τον δημιουργό ενός μικρού τοπίου. Δεν ήταν ούτε του Πισαρό ούτε του Σίσλεϊ, όπως είχε λανθασμένα μαντέψει. Οταν ο Τζίμι απομάκρυνε το δάχτυλό του από την υπογραφή, εμφανίστηκε το όνομα του Αδόλφου Χίτλερ.
Ο Τζίμι δικαιολόγησε την απόκτηση των έργων ως εξής: πριν από χρόνια είχε κάνει μια τεράστια συμφωνία πώλησης πετρελαίου με την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας. Οταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν κατάφερε να εξασφαλίσει το ποσό και ως αντάλλαγμα του παραδόθηκαν τρία τεράστια κιβώτια γεμάτα έργα τέχνης. Μην έχοντας καμία γνώση περί τέχνης, όπως και καμία εναλλακτική, πήρε τα κιβώτια κι έφυγε, διατηρώντας το μυστικό του για περίπου δύο δεκαετίες.
Περίπου τέσσερις ώρες χρειάστηκαν μέχρι ο Τζίμι να αποκαλύψει το εύρος του θησαυρού που κατείχε. Οταν πλέον και το τελευταίο έργο είχε παρουσιαστεί, ο Εζρα Τσοουαΐκι αξιοποιώντας την εμπειρία του σκέφτηκε ως εξής: κατά κανόνα οι Ναζί έκλεβαν έργα από δύο διαφορετικές πηγές, από εβραϊκές οικογένειες και γερμανικά και αυστριακά κρατικά μουσεία, τα οποία λεηλατούσαν με την ελπίδα να σβήσουν οποιοδήποτε ίχνος της «εκφυλισμένης τέχνης». Θέλησε να διερευνήσει το ενδεχόμενο να αγοράσει τον θησαυρό που είχε ενώπιόν του, αλλά όχι χωρίς τη νομική συμβουλή του Ράντολ Σένμπεργκ, του δικηγόρου από το Λος Αντζελες που είχε βοηθήσει στην ανάκτηση του λεηλατημένου «Πορτρέτου της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ» του Γκούσταβ Κλιμτ, το οποίο εκτίθεται πλέον στη Νόιε Γκάλερι στη Νέα Υόρκη. Ο νομικός ενδιαφέρθηκε αμέσως για την υπόθεση και συμφώνησε πως έπρεπε να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους από κορυφαίους ειδικούς: τη Γουάντα ντε Γκεμπριάν για τον Ματίς, τη Βίβιαν Μπαρνέτ για τον Καντίνσκι, την επιτροπή Μαρκ Σαγκάλ, την επιτροπή Τουλούζ-Λοτρέκ και το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ. Ο έμπορος έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης των έργων μαζί με πληροφορίες για την πίσω όψη τους.
Οι απαντήσεις από παντού ήταν κόλαφος. Ολα τα έργα ήταν πλαστά. Ο έμπειρος έμπορος έπεσε από τα σύννεφα, καθώς υποψιαζόταν ότι – ως είθισται – μέσα σε τόσο μεγάλο πλήθος έργων θα υπήρχαν και ορισμένα κίβδηλα, όχι όμως ότι το σύνολο της συλλογής θα αποτελούνταν από πλαστά. Το ίδιο σοκ υπέστη και ο δικηγόρος, ο οποίος είχε με τη σειρά του συμβουλευτεί ειδικό, ο οποίος θεωρούσε τα έργα αυθεντικά.
Είχε ο Τζίμι μερίδιο στην απάτη ή ήταν και ο ίδιος θύμα; Αλυτο θα παραμείνει το μυστήριο. Οταν ο έμπορος τον ενημέρωσε τηλεφωνικά για το αποτέλεσμα της έρευνάς του, εκείνος παρέμεινε σιωπηλός και εν συνεχεία με πολύ χαμηλή, βραχνή φωνή είπε: «Λυπάμαι, Εζρα».
Η συλλογή της Ντορέτας Πέππα
Η ιστορία των πλαστών – δήθεν λεηλατημένων από τους Ναζί – που διηγείται με φόντο την Ελλάδα ο Εζρα Τσοουαΐκι στο airmail δεν είναι και η μοναδική. Στην έρευνά του ο έμπορος για να διαπιστώσει κατά πόσο είναι σύνηθες οι πλαστογράφοι να χρησιμοποιούν ναζιστικά σύμβολα για να παραπλανήσουν τους υποψήφιους αγοραστές και να τους αποσπάσουν την προσοχή από το μείζον ζήτημα της αυθεντικότητας ενός έργου έφτασε στον δημοσιογράφο και ειδικό τέχνης Στέφαν Κόλντεχοφ. Και ήτανε εκείνος που ανέσυρε την υπόθεση του 2003 με πρωταγωνίστρια μια επίσης Ελληνίδα, την Ντορέτα Πέππα, η οποία υποστήριζε ότι διέθετε έναν τεράστιο θησαυρό με έργα των Σεζάν και Βαν Γκογκ, οι οποίοι έφεραν στην πίσω πλευρά τους ναζιστικά διακριτικά. Κι ενώ η συλλογή του Τζίμι φέρεται να προερχόταν από τη Γιουγκοσλαβία, η Πέππα ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της, μέλος της Αντίστασης, είχε αποκτήσει τους πίνακες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Γερμανοί έστειλαν χιλιάδες λεηλατημένα έργα τέχνης με τρένο στην Ελλάδα προς φύλαξη.
«Η Πέππα γνώριζε τον Τζίμι; Του είχε πουλήσει τα πλαστά έργα τέχνης ή είχε συμβεί το αντίστροφο; Ή μήπως ήταν συνεργός του;», αναρωτιόταν ο αμερικανός έμπορος έως ότου επικοινώνησε μαζί της οπότε και διαπίστωσε ότι ήταν απόλυτα πεπεισμένη για την αυθεντικότητα και την αξία των έργων που είχε στην κατοχή της.
«Είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της ζωής και της περιουσίας της απευθυνόμενη σε εξειδικευμένα εργαστήρια για να επαληθεύσουν τη γνησιότητα των έργων (χωρίς επιτυχία), επικοινωνώντας με ειδικούς που την αγνοούσαν», γράφει ο έμπορος και σημειώνει πως η Πέππα του δήλωσε πως δεν γνωρίζει τον Τζίμι και πως ο ίδιος διαπίστωσε ότι τα έργα της Πέππα δεν ήταν εξίσου πειστικά με του Τζίμι.
Τι συνέβη τελικά; «Η θεωρία μου είναι ότι όλα τα έργα τέχνης που φέρονται να έχουν διακριτικά των Ναζί έχουν την ίδια προέλευση, έναν άγνωστο έλληνα πλαστογράφο που στόχευε να στήσει μια τεράστια απάτη. Ομως χρειάστηκε χρόνος μέχρι να τελειοποιήσει την “τέχνη” του – ή ίσως κάποια έργα περίσσεψαν – και αυτά ήταν που κατέληξαν στη συλλογή της Πέππα. Αλλά γιατί ο πλαστογράφος θεώρησε ότι οι ναζιστικές σφραγίδες στο πίσω μέρος θα βοηθούσαν στην πώλησή των έργων;
Ο Ράντολ Σένμπεργκ πίστευε ότι οι ναζιστικές σφραγίδες στο πίσω μέρος των πινάκων είχαν τοποθετηθεί για να προσδώσουν στα πλαστά έργα μια “μακάβρια αξιοπιστία” και για να αποθαρρύνουν τους αγοραστές από το να επιδιώξουν την πιστοποίηση της αυθεντικότητας από ειδικούς – από φόβο μήπως κατηγορηθούν ότι κατέχουν έργα λεηλατημένα από τους Ναζί.
O Ρέιμοντ Ντάουντ, ένας άλλος νομικός που έχει χειριστεί μερικές από τις πιο σημαντικές υποθέσεις σχετικά με την επιστροφή έργων λεηλατημένων από τους Ναζί, εκτιμά ότι τα ναζιστικά διακριτικά και κατά συνέπεια η έλλειψη νομιμότητας έκανε τα έργα πιο ελκυστικά και ενδιαφέροντα για τους συλλέκτες. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι Αμερικανοί πήγαιναν στο Παρίσι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έλεγαν στους ιδιοκτήτες των γκαλερί: “Δείξε μου τι έχεις στην αποθήκη, αυτό που δεν δείχνεις σε κανέναν – αυτά θέλω”, γνωρίζοντας καλά ότι επρόκειτο για κλεμμένα. Αυτό ήταν το σπορ», καταλήγει ο Εζρα Τσοουαΐκι.