Θεσμική έκπτωση, πολιτικό αδιέξοδο
Τα «μπάνια του λαού», στα οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε από το 1987 πολιτική υπόσταση, ξεκινούν. Οι εκδρομείς του Αυγούστου αφήνουν πίσω τους μια περίοδο που θα ήταν ευχής έργο να μπορούσαμε να ξεχάσουμε. Από τη στιγμή που κλονίστηκε, με τις απρόβλεπτες διαδηλώσεις για τα Τέμπη τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση διαχειρίζεται το πολιτικό της αδιέξοδο: αφενός την απουσία ξεκάθαρου σχεδίου και αφετέρου στο έλλειμμα εμπιστοσύνης και στάρευσης όχι μόνο πολλών παλαιών ψηφοφόρων της, αλλά και πολλών βουλευτών και στελεχών, οι οποίοι – ακόμη σιωπηλά – απολαμβάνουν τη βιτριολική κριτική που ασκούν σε κάθε ευκαιρία οι πρώην πρωθυπουργοί Καραμανλής και Σαμαράς. Η κατά περίπτωση διαχείριση των κρίσεων, χωρίς αρχές και συνέπεια, οδηγεί σε ένα επαναλαμβανόμενο δίλημμα: θεσμική συμμόρφωση με πολιτικό κόστος ή παράκαμψη των θεσμών με την προσδοκία της λεγόμενης «φυγής προς τα εμπρός»; Οι όποιες αντιστάσεις υπήρχαν έχουν καμφθεί και η απάντηση βρίσκεται σταθερά υπέρ της συγκυριακής αναγκαιότητας. Ο κόσμος των θεσμών, όμως, η πεμπτουσία της δυτικής αντίληψης του κράτους που προέβαλλε ως λόγο της πολιτικής του ύπαρξης ο κ. Μητσοτάκης, δεν πεθαίνει με μια έκρηξη, αλλά με μικρά, συχνά βήματα φθοράς. Είναι η ίδια πορεία που ξεκίνησε με την πολιτική και εσωκομματική διαπραγμάτευση με τον Κώστα Καραμανλή (των Τεμπών) για την τύχη του και οδήγησε στη fast track Προανακριτική για πλημμέλημα και το «μοντέλο Τριαντόπουλου». Επειδή ακριβώς δεν στηρίζεται σε καμία αρχή, συναντήθηκε με τον κ. Βορίδη στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και κατέρρευσε. Και φτάσαμε έτσι στην καταληκτική συνεδρίαση της Βουλής για την εξεταστική επιτροπή, που πρότεινε η κυβέρνηση – μια θλιβερή στιγμή κοινοβουλευτικής έκπτωσης, όπως ακριβώς την περιέγραψε με καταθλιπτική γλαφυρότητα ο κ. Βενιζέλος. Τώρα, διακοπές και αναστοχασμός.
Αν, όμως, η θεσμική ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση, η αντιπολίτευση έχει τη δική της, αυτοτελή, πολιτική ευθύνη. Πρώτα από όλα, τον τόνο – ατυχώς, αλλά έτσι είναι – δίνουν κόμματα για τα οποία η απουσία κάθε ορίου αποτελεί στοιχείο επιβίωσης. Ο κ. Βελόπουλος πρωταγωνίστησε στη συνωμοσιολογία του ξυλολίου στο μοιραίο τρένο. Παρέσυρε όλη την πολιτική ζωή της χώρας για ένα τρίμηνο στον παραλογισμό. Η κ. Κωνσταντοπούλου θέλει να στείλει στη φυλακή τον Πρωθυπουργό και η ποινικοποίηση των πάντων εξέθρεψε τη δημοσκοπική της άνοδο. Το ΠΑΣΟΚ παρασύρθηκε, ανασυντάχθηκε αλλά γενικά δυσκολεύεται να ισορροπήσει. Τέτοιο δηλητηριώδες κλίμα δεν αθωώνει την κυβέρνηση, αλλά αποτελεί αντικειμενικά ένα ελαφρυντικό.
Το καίριο ζήτημα είναι η απουσία μιας κεντρικής, θεσμικής, υπεύθυνης, συγκροτημένης και πειστικής αντιπολίτευσης. Η μετατροπή της δυσαρέσκειας ή της οργής σε εναλλακτική πρόταση δεν είναι εύκολη. Απαιτεί και σχεδιασμό αλλά και προσωποποίησή της σε δυνητική ηγεσία. Σε λίγες εβδομάδες έρχεται η ΔΕΘ – δηλαδή η πλατφόρμα παρουσίασης της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και της κριτικής της. Φέτος, τι θα πει ο κ. Μητσοτάκης είναι περίπου γνωστό: με την επιτυχία της υπέρβασης των φορολογικών στόχων, έχει δημοσιονομικό χώρο για παροχές. Θα το κάνει και θα το κάνει εστιασμένα στη βάση των σφυγμομετρήσεων που διεξάγει. Το ερώτημα είναι αν το ΠΑΣΟΚ ή η αντιπολίτευση γενικά θα έχει να παρουσιάσει μια διαφορετική πρόταση. Αν δηλαδή στη νέα περίοδο μετά το φθινόπωρο θα έχουμε αναμέτρηση δύο εκδοχών πολιτικής ή την παράταση της τρέχουσας μιζέριας.