Διαπραγμάτευση
Ετσι το λένε, ξέρετε, αυτό που τρέχει μεταξύ της χώρας μας και της Αιγύπτου, σχετικά με τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό: διαπραγμάτευση. Δεν μας την έφεραν οι Αιγύπτιοι με τη ρηματική διακοίνωση της 8ης Ιουλίου, στην οποία ζητούν εξηγήσεις για ορισμένα από τα ανώτατα σημεία της ελληνικής ΑΟΖ. Δεν ήταν πονηριά, ατιμία ή ό,τι άλλο σχετικό. Τις αντιρρήσεις τους προέβαλαν, όπως θα κάναμε και εμείς στη θέση τους. Το έκαναν μάλιστα με πνεύμα καλής θέλησης, χωρίς επιθετικότητα και ίχνος οξύτητας. Ετσι γίνεται η διαπραγμάτευση μεταξύ γειτόνων, όταν οι σχέσεις είναι καλές. Καλή συνεργασία δεν σημαίνει ότι ο άλλος συμφωνεί απαραιτήτως με ό,τι λες και ζητάς εσύ. Αλλωστε, διαφορές στην οριοθέτηση υπάρχουν και με την Αίγυπτο. Γιατί νομίζετε ότι εξαιρέθηκε το Καστελλόριζο από τη διμερή συμφωνία;
Υπάρχουν βέβαια και οι μαξιμαλιστές, εκείνοι που δεν συμφωνούν και σκαρφαλώνουν στα κεραμίδια για να φωνάξουν «προδοσία». Δεν το λένε ποτέ ευθέως (πώς να τολμήσουν;), όμως από την εξαλλότητα των αντιδράσεών τους καταλαβαίνεις ότι, στη δική τους αντίληψη, προϋπόθεση για φιλικές σχέσεις είναι η αποδοχή εκ μέρους του άλλου των θέσεών μας. Λυπάμαι, παιδιά, αλλά αυτό είναι τελείως εκτός πραγματικότητας. Προσπαθώ λοιπόν κι εγώ να φανταστώ την Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον της, με τον τρόπο που θα την ήθελαν οι μαξιμαλιστές και καταλήγω ότι μια τέτοια Ελλάδα θα ήταν μια χώρα μονίμως θιγμένη, μουτρωμένη, αδικημένη, θυμωμένη και γκρινιάρα. Μια χώρα προβληματική, λόγω της εμμονής της με μια υπόσχεση μεγαλείου που η ζωή την άφησε ανεκπλήρωτη. Κυρίως, θα ήταν μια χώρα απομονωμένη.
Εντούτοις, ένας βαθμός καχυποψίας έναντι των Αιγυπτίων είναι δικαιολογημένος, για τον λόγο ότι εκτός του θέματος της ΑΟΖ έχουμε ανοιχτό και το θέμα της Μονής Σινά. Τα δύο αυτά δεν έχουν θεματολογική συνάφεια, επομένως τυπικά δεν θα πρέπει να συνδέονται στη διαπραγμάτευση. Παρασκηνιακά όμως, είναι βέβαιο ότι διαπλέκονται, αφού εξελίσσονται συγχρόνως. Και εδώ όμως, το κριτήριο που ισχύει είναι το ίδιο: κι εμείς, αν ήμασταν στη θέση τους, το ίδιο θα κάναμε. Επομένως, γιατί να μας κακοφαίνεται αν το κάνουν οι Αιγύπτιοι; Το πρόβλημα είναι δικό μας, με την έννοια ότι εμείς πρέπει να σταθμίσουμε τι βαραίνει περισσότερο για το εθνικό συμφέρον. Τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας ή το ψώνιο μας για αξιώσεις αυτοκρατορίας; Περί αυτού πρόκειται.
Το πλέον αποκαλυπτικό στοιχείο στην υπόθεση της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά είναι ότι έχει μόλις 26 μοναχούς, ο δε ηγούμενος έχει τον τίτλο (και τα σχετικά προνόμια, υποθέτω) του Αρχιεπισκόπου! Αυτό σημαίνει, φαντάζομαι, ότι αν συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μπορεί να του πει: «Πώς τα πάτε λοιπόν εσείς εδώ, κύριε συνάδελφε;». Εκ των 26 αυτών, οι 15 διαφωνούν, για λόγους που προσπαθείς να τους καταλάβεις και ζαλίζεσαι. Σημασία έχει ότι υπονομεύουν τη διακρατική συμφωνία για το καθεστώς της μονής, με εξώδικο που απέστειλαν σε διάφορους παραλήπτες. Λέγεται ότι τη στάση τους εκμεταλλεύεται η Ρωσία, που επιδιώκει διακαώς τη διείσδυση στην Ιερουσαλήμ – αυτή ήταν και η αφορμή του Κριμαϊκού Πολέμου, άλλωστε, στα μέσα του 19ου αιώνα. Πολύ πιθανό, δεν αμφιβάλλω. Είναι όμως και η ανησυχία των 15 συγκεκριμένων για τα αξιώματα που κατέχουν τώρα και τα οποία ενδεχομένως να απειλούνται υπό το νέο καθεστώς.
Δεν έχει νόημα, λοιπόν, να βαυκαλιζόμαστε με την πεποίθηση ότι εκεί, στο Σινά, βρίσκεται ακόμη ζωντανή η Ιστορία αυτοπροσώπως! (Και μας κοιτάζει στα μάτια αυστηρά, περιμένοντας να φανούμε αντάξιοί της…) Το κομμάτι της Ιστορίας που βρίσκεται εκεί είναι στην κατάσταση της μούμιας του Λένιν. Και καταλαβαίνετε πόσο ανεβαίνει το κόστος της συντήρησης μιας μούμιας όσο περνούν τα χρόνια. Τα αιώνια μικροσυμφέροντα και το εθνικό μας ψώνιο. Αυτά είναι που συντηρούν τη μού- συγγνώμη, τη μονή. Επομένως, αντί να κακίζουμε τους Αιγυπτίους, ας μεγαλώσουμε επιτέλους!