Νάντια Κοντογεώργη: «Παραμένει πολύ δύσκολο για μένα να θέτω όρια»
Η παράσταση «Το φως ανάμεσα» εστιάζει σε μια μεταβατική εποχή, ανάμεσα σε δύο πολέμους. Τι σας συγκινεί εσάς προσωπικά σε αυτή τη σκοτεινή αλλά και φωτεινή ταυτόχρονα περίοδο;
Η σκέψη πίσω από την παράσταση ήταν, συνυποδηλωτικά, ένα γλέντι – εξού και ο τίτλος «Το φως ανάμεσα». Ανάμεσα σε δύο πολέμους, ανάμεσα σε δύο φρικτές εθνικές – και παγκόσμιες – στιγμές. Βρίσκουμε ένα φως το οποίο, όταν το ζούμε, δεν το καταλαβαίνουμε. Διάβαζα πρόσφατα ένα από τα πρώτα διηγήματα της Ζυράννας Ζατέλη. Η γιαγιά της την αποκαλούσε «βασίλισσα». Οταν κάποτε τη ρώτησε «γιατί με έλεγες έτσι;», εκείνη της απάντησε: «Γιατί δεν το ήξερες. Ησουν ευτυχισμένη, ήσουν ανέμελη». Αυτό μου έμεινε βαθιά.
Μπορούμε, άραγε, να αναγνωρίσουμε τη χαρά όταν τη ζούμε ή μόνο όταν την έχουμε πια χάσει;
Οταν είμαστε καλά, όταν ζούμε φωτεινά, οφείλουμε στον εαυτό μας να έχουμε επίγνωση και να μας επιτρέπουμε να το βιώνουμε. Η χαρά δεν πρέπει να ενοχοποιείται· η ανθρώπινη εμπειρία χωράει μέσα της όλο το φάσμα των συναισθημάτων – και τη χαρά και τη θλίψη. Σαν μια κυριακάτικη γιορτή που δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί, όπως και η ίδια η ζωή. Ενα γλέντι που μένει μετέωρο, δεν πραγματώνεται πλήρως – κι ίσως αυτό είναι το τίμημα της ζωής. Γιατί η πλήρωση είναι ο θάνατος. Το θέατρο γεννήθηκε για να καθρεφτίζει και να θεραπεύει. Αυτά τα τραγούδια – τα τραγούδια του Μεσοπολέμου – ίσως μας επαναφέρουν σ’ ένα παρόν, όχι για να το δραματοποιήσουν, αλλά για να το φωτίσουν. Μας υπενθυμίζουν, με λεπτότητα, ότι ζούμε ακόμη σε μια ειρηνική χώρα. Οτι είμαστε, σε έναν βαθμό, καλά. Οτι μπορούμε ακόμη να συνυπάρχουμε, να συνδεθούμε, να συνομιλήσουμε. Και ναι, έχουμε ακόμη την πολυτέλεια να έχουμε ζητήματα στις σχέσεις, να τα αναλύουμε, να ζητάμε νόημα. Από την άλλη, είναι σπουδαίο που μπορούμε να μπαίνουμε στη διαδικασία της θεραπείας και της ίασης. Η ψυχική υγεία δεν είναι πολυτέλεια.
Πότε το αισθανθήκατε αυτό;
Ζήτησα βοήθεια το 2008, όταν διαπίστωσα πως ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμουν τον κόσμο δεν είχε καμία εφαρμογή στην πραγματική ζωή. Ενα κομμάτι μου – παιδικό και ουτοπικό – έπρεπε να διοχετευθεί στην τέχνη και όχι στον τρόπο που σχετιζόμουν με τους ανθρώπους. Ηταν – και παραμένει – πολύ δύσκολο για μένα να θέτω όρια. Η δημιουργικότητα πάντα με βοηθούσε στη διαχείριση του άγχους. Οταν πριν από λίγα χρόνια είχα το ατύχημα με το πόδι μου, συνειδητοποίησα κάτι βαθύτερο: ως καλλιτέχνες, είμαστε διαρκώς εκτεθειμένοι στην ψυχική διάθεση του εκάστοτε «ηγέτη» μιας ομάδας. Κάθε φορά κάνουμε τάματα να είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο μπορούμε να συνεννοηθούμε, να μη χρειαστεί να παλέψουμε με επιπλέον ψυχικά βάρη.
Πώς επηρεάζει ο ψυχικός μας κόσμος τη δημιουργία μας;
Οι καλλιτέχνες δημιουργούμε από τον ψυχικό μας κόσμο. Αλλοτε καθρεφτίζεται το τραύμα μας, άλλοτε η υγεία και η δύναμή μας. Ολοι συνδημιουργούμε με πρόθεση τη σύνθεση – ιδανικά. Γι’ αυτό αποφάσισα να δημιουργήσω έναν νέο τρόπο δουλειάς: να συνδημιουργώ με τη συμβολή ψυχολόγων, ώστε να υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο για το πώς συγκροτείται μια ομάδα, πώς σχετιζόμαστε μέσα στην καλλιτεχνική διαδικασία. Μέσα από τις παραστάσεις που ετοιμάζουμε για τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, σε συνεργασία με τον Σύλλογο Φίλων της Μουσικής και την ηθοποιό – ψυχολόγο Σταυρίνα Ψιμοπούλου, θα δουλέψουμε – στις πρόβες και όχι μόνο – με εργαλεία ψυχοθεραπείας: πώς φροντίζουμε την ομάδα, τον εαυτό μας, τη σύνδεση με τους συναδέλφους. Στην ουσία, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνονται οι πρόβες θα έχει ως βάση την ψυχική φροντίδα και τον σεβασμό. Ενα εργαστήρι τέχνης και θεραπείας μαζί.
Τι συνέβη το 2008;
Ημουν σε μια παράσταση στην οποία βίωσα μια πολύ δύσκολη συνθήκη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα βρεθεί αντιμέτωπη με τέτοιου είδους δυσκολίες στη διαχείριση προσωπικοτήτων. Κατάλαβα ότι οι τρόποι που ήξερα μέχρι τότε δεν ήταν αρκετοί για να είμαι πλήρως παρούσα κι εγώ. Ηταν απλώς μια αφορμή που με οδήγησε στην ψυχοθεραπεία. Προσπαθώ πολλά χρόνια να μετριάσω το άγχος μου – και τις κρίσεις πανικού που έχω περάσει –, γι’ αυτό έχω ασχοληθεί πολύ με τον διαλογισμό. Επιδιώκω να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στο να φροντίζω τον εαυτό μου και στο να βιώνω τη ζωή μου ελεύθερα.
Ποια μεγάλη αλήθεια σας αποκαλύφθηκε μέσα από τη θεραπεία σας;
Εμαθα να έρχομαι σε καλύτερη επαφή με τον εαυτό μου. «Μεγαλώνω» τους εσωτερικούς μου χώρους στους φόβους, στα λάθη – τόσο τα δικά μου όσο και των άλλων. Εχει μειωθεί η ένταση των εσωτερικών μου διακυμάνσεων. Πολλές φορές οι καλλιτέχνες το φοβόμαστε. Νομίζω όμως ότι όταν μαλακώνεις είσαι πιο ευέλικτος και οι κεραίες σου πιο ανοιχτές. Το μεγάλο βάρος που κατάφερα να αποτινάξω ήταν το παιδικό κομμάτι της ανάγκης για αποδοχή. Οταν το απελευθερώνεις, γίνεσαι και καλύτερος στη δουλειά σου.
Δεν είχατε αποδοχή από την οικογένειά σας;
Εζησα σε μια υγιή οικογένεια. Είμαι τυχερή. Ομως, ως παιδιά – και αυτό αφορά την πλειονότητα – ο τρόπος που θέλουμε να αγαπηθούμε είναι συχνά διαφορετικός από αυτόν που βιώνουμε. Ως ενήλικη έμαθα ότι το παιδί μέσα μου έχει άλλες ανάγκες. Οφείλω, δηλαδή, να αναγνωρίζω ποιες είναι οι ανάγκες του παιδιού και ποιες του ενηλίκου για να μπορώ να τις διεκδικώ. Μπόρεσα με γενναιότητα να «φορέσω» το πένθος ότι το παιδί μέσα μου δεν θα πάρει ποτέ αυτό που ήθελε τότε. Και αποδέχθηκα ότι δεν θα το πάρει από καμία ενήλικη σχέση.
Η ψυχοθεραπεία βοήθησε περισσότερο τις επαγγελματικές σας σχέσεις ή τις προσωπικές;
Σε όλα τα επίπεδα. Νομίζω όμως ότι αυτό που δούλεψα περισσότερο είναι η αποδοχή της αποτυχίας και του λάθους. Επίσης ν’ αποδεχθεί κανείς ότι είναι πολλά πράγματα εκτός από τα δέκα – τυχαίο το νούμερο – που αναγνωρίζει στον εαυτό του. Οταν μπορώ να δω τη ζωή όχι ως δασκάλα που θα με βαθμολογήσω, αλλά ως ένα παιδί που δεν τα ξέρει όλα, τα πράγματα κυλούν καλύτερα. Δεν κρίνω και δεν βαθμολογώ ούτε τον εαυτό μου ούτε τη ζωή. Περιεργάζομαι και παρατηρώ.