Добавить новость
ru24.net
World News in Greek
Декабрь
2025
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27
28
29
30
31

Ποιος θα κυβερνήσει;

0
Ta Nea 

Στα πρόθυρα του καινούργιου χρόνου είναι απολύτως φυσιολογικό να κάνουμε απολογισμούς αλλά και να συζητούμε για όσα έρχονται.

Με μια επιφύλαξη. Σε αντίθεση με τους απολογισμούς, όσα έρχονται δεν τα ξέρουμε. Κι όταν έλθουν, σπανίως επιβεβαιώνουν τα αναμενόμενα.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι μέσα στους επόμενους δεκαπέντε-δεκαέξι μήνες θα έχουμε εκλογές.

Θεωρητικά, η τετραετία εξαντλείται στις 25 Ιουνίου 2027. Συνεπώς εκλογές θα μπορούσαν να γίνουν και μέσα στον Ιούλιο που ακολουθεί.

Αλλά η Ελλάδα αναλαμβάνει την 1η Ιουλίου 2027 την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και καλό θα ήταν να υπάρχει τότε και κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κυβέρνηση.

Αν λοιπόν πάμε σε ένα σενάριο «δύο εκλογικών γύρων», τότε ο εκλογικός κύκλος θα πρέπει να ξεκινήσει νωρίτερα ώστε τον Μάιο – Ιούνιο 2027 να έχει ολοκληρωθεί.

Η κρατούσα σήμερα άποψη στηρίζεται σε τρία δεδομένα.

Πρώτον, ότι η ΝΔ θα είναι σαφώς πρώτο κόμμα και συνεπώς μάλλον απίθανο να παρακαμφθεί στη συγκρότηση της επόμενης κυβέρνησης.

Δεύτερον, ότι τουλάχιστον στις πρώτες εκλογές δεν φαίνεται πιθανό να αποκτήσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.

Τρίτον, ότι το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών είτε θα οδηγήσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας γύρω από τη ΝΔ, είτε θα οδηγήσει σε νέες εκλογές. Και ο Θεός βοηθός…

Προφανώς κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί. Και σημαντικό ρόλο θα παίξει το αποτέλεσμα της ΝΔ στις πρώτες εκλογές.

Αν κινείται σχετικά κοντά στην αυτοδυναμία θα επιδιώξει καταφανώς δεύτερες εκλογές μήπως υπερβεί τον πήχη. Αλλά χωρίς να τις χρεωθεί…

Απ’ ό,τι φαίνεται μάλιστα μάλλον θα τη διευκολύνει κι η ξεροκέφαλη αδιαλλαξία ενός μέρους της αντιπολίτευσης.

Αν η ΝΔ βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την αυτοδυναμία, τότε θα επιδιώξει κάποιας μορφής κυβερνητική λύση, έστω βραχείας πνοής. Και θα μεταθέσει τις νέες εκλογές για αργότερα.

Από την απλή παράθεση των δεδομένων πάντως δεν προκύπτει ούτε ότι η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση «μη διακυβερνησιμότητας» (σύμφωνα με τον νεολογισμό του Ευ. Βενιζέλου), ούτε ότι το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και οι μονοκομματικές κυβερνήσεις έχουν εξαντλήσει τα όριά τους.

Αντιθέτως συγκρατώ τις παρατηρήσεις του Ν. Αλιβιζάτου («Η Καθημερινή της Κυριακής», 21/12).

Πρώτον, ότι ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός έχει συγκροτηθεί από τον 19ο αιώνα σε μια πλειοψηφική βάση.

Δεύτερον, ότι πολλές μονοκομματικές κυβερνήσεις αποδείχθηκαν οι πιο «κανονικές» και επιτυχημένες μορφές διακυβέρνησης των τελευταίων 150 χρόνων.

Συνεπώς (συμπεραίνει ο Αλιβιζάτος) ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός ακόμη κι όταν διέρχεται περιόδους κρίσης, ακόμη κι όταν καταφεύγει σε κυβερνήσεις συνεργασίας, έχει την τάση να αναδιπλώνεται τελικά στο πλειοψηφικό μοντέλο. Αυτό ξέρει.

Τα υπόλοιπα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Χωρίς μονοκομματική κυβέρνηση άλλωστε ούτε ο Καραμανλής θα είχε βάλει τη χώρα στην ΕΟΚ, ούτε ο Σημίτης στην ΟΝΕ και το ευρώ.

Πάντα υπάρχουν διάφοροι κλαπατσίμπαλοι που διαφωνούν φωνάζοντας, κυρίως για να ακουστούν.

Τα περίφημα «θεσμικά αντίβαρα» (που εσχάτως έγιναν της μόδας) είναι στην πραγματικότητα μια εισαγόμενη συζήτηση από τις ΗΠΑ του 18ου αιώνα.

Στον ευρωπαϊκό κοινοβουλευτισμό το βασικό θεσμικό αντίβαρο στην εκτελεστική εξουσία είναι ο ίδιος ο κοινοβουλευτισμός και οι διαδικασίες του.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που χρειάζονταν ισχυρά θεσμικά αντίβαρα απέναντι στην καταλυτική και υπερτροφική εξουσία του προέδρου. Του οποίου η διακυβέρνηση δεν χρειάζεται καν την ψήφο εμπιστοσύνης κάποιου κοινοβουλευτικού θεσμού.

Στην Ελλάδα συνεπώς δεν ζούμε κρίση «διακυβερνησιμότητας», ούτε κάποια λήξη του «μονοκομματισμού».

Εχουμε αντιθέτως ένα ανισομερές πολιτικό σύστημα γύρω από έναν ισχυρό και συγκροτημένο πολιτικό πόλο αλλά χωρίς αντίπαλο. Σε άλλες περιπτώσεις έχει ονομαστεί «σύστημα κυρίαρχου κόμματος».

Αυτή η ανισομέρεια εξηγεί πολλές από τις αδυναμίες του συστήματος που εντελώς επιπόλαια αποδίδονται στο ίδιο το σύστημα.

Δεν φταίει ο κοινοβουλευτισμός αν κάποιες Ανεξάρτητες Αρχές επιδίωξαν να υποκαταστήσουν τη δημοκρατική κυβέρνηση, ούτε ευθύνεται για την πολιτική αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Και φυσικά δεν αποτελεί κρίση των «μονοκομματικών κυβερνήσεων» ή της «διακυβερνησιμότητας» μια αλλοπρόσαλλη πολιτική κουλτούρα κι ένας χαοτικός κώδικας κομματικών και προσωπικών συμπεριφορών που οδηγεί μόνο σε αδυναμία συνεννόησης και αδιέξοδα.

Θεωρητικά δηλαδή κανείς δεν έχει ορίσει ποτέ ότι η δημοκρατία είναι ένα σύστημα που ασκείται μόνο μεταξύ ισοβαρών ανταγωνιστών. Μπορεί θαυμάσια να λειτουργήσει και σε κατάσταση πολιτικής ανισομέρειας – το έχουμε δει σε αναρίθμητες δημοκρατίες…

Από τη Σουηδία των Σοσιαλδημοκρατών, το Ηνωμένο Βασίλειο των Συντηρητικών και τον Καναδά των Φιλελεύθερων έως την Ιταλία των Χριστιανοδημοκρατών.

Και γι’ αυτό δυσκολεύομαι να κατανοήσω μια συνεχή μεμψιμοιρία για τους θεσμούς ή τη δικαιοσύνη ή το κράτος δικαίου. Μόνο όσοι την υποκινούν μπορεί να ευνοούνται από την ατμόσφαιρα αμφισβήτησης των θεσμών που καταγγέλλουν.

Πίσω όμως στο σημείο εκκίνησης. Σε δεκαπέντε, δεκαέξι μήνες από σήμερα θα έχουμε εκλογές. Για την ακρίβεια, θα ανοίξει ένας εκλογικός κύκλος για τον οποίο δεν ξέρουμε πως θα κλείσει.

Στην πραγματικότητα όμως και πέρα από τις επιδιώξεις του καθενός και τα διλήμματα που εκ των πραγμάτων θα τεθούν, θα βρεθούμε μπροστά στο παλαιό κρίσιμο ερώτημα από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ποιος θα κυβερνήσει αυτόν τον τόπο;

Είναι το ερώτημα που επί κραταιού ΠΑΣΟΚ των Παπανδρέου και Σημίτη είχε ονομαστεί «δίλημμα διακυβέρνησης» και λυνόταν σχεδόν μηχανικά υπέρ του ΠΑΣΟΚ όσο αυτό αποτελούσε «το φυσικό κόμμα της διακυβέρνησης» – κατά την έκφραση του Στάνλεϊ Μπάλντουιν…

Και το οποίο όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα πρέπει να απαντηθεί και πάλι. Μακάρι από την κάλπη. Αν όχι, από το πολιτικό σύστημα.




Moscow.media
Частные объявления сегодня





Rss.plus
















Музыкальные новости




























Спорт в России и мире

Новости спорта


Новости тенниса