Πολίτης μπεσαλής και ανέστιος κιμπάρης
Αναρωτιέμαι αν είναι ατρόμητοι ή απλώς απελπισμένοι όσοι επιχειρηματίες δεν κόβουν αποδείξεις στο αποκορύφωμα της τουριστικής περιόδου· περιηγούμενος πόλεις και χωριά, το καταθέτω ως εμπειρία κατ’ εξαίρεση βέβαια και όχι ως κανόνα. Συνάμα κατανοώ πόσο δύσκολο είναι το επιχειρείν στη χώρα μας, που μαστιγώνει θεσμικά τους επαγγελματίες με την πολυνομία της, τη δημοσιονομική αστάθεια και μεταβλητότητα προκαλώντας τους ανασφάλεια και αγανάκτηση. Αλλωστε, και επιστημονικά μιλώντας, στις συναλλαγές με γιατρούς οι αποδείξεις αποτελούν είδος πολυτελείας και… προσαύξησης, ενώ για τους δικηγόρους η απόδειξη μάλλον δεν διδάσκεται στη Νομική. Ακόμη και στα συνεργεία ΙΧ ή άλλου είδους παροχής υπηρεσίας οίκους η τιμή προσφοράς δεν περιλαμβάνει τον ΦΠΑ της απόδειξης που πρέπει να εκδοθεί, ώστε το κράτος να εισπράξει τα δέοντα και να μεριμνήσει υπέρ ημών των πολιτών. Αυτή η μέριμνα ευλόγως αφορά την καθημερινότητα του πολίτη, τους καλοτάξιδους δρόμους, την ελεύθερη πρόσβαση σε παραλίες, τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε με πλοίο στα νησιά και το να μας εγγυάται κατά το δυνατόν την ακεραιότητα της περιουσίας μας από φυσικά φαινόμενα ή εγκληματικές ενέργειες εις βάρος της οικογένειάς μας· τούτο αποτελεί προδιαγεγραμμένη διαδικασία, «πρωτόκολλο» όπως λένε, στις ευνομούμενες χώρες, αλλά άπιαστο όνειρο για μας.
Στη χώρα μας αν, ενώ μπορείς, δεν φοροδιαφεύγεις, θεωρείσαι μπεσαλής για το κράτος αλλά μάλλον ελαφρόμυαλος ιδιώτης· αν λειτουργείς νομότυπα την επιχείρησή σου εκδίδοντας όλα τα παραστατικά, είσαι ένας κιμπάρης, ο οποίος ξέχασε να μεταναστεύσει από αυτόν τον τόπο, που είναι σαν τον Κρόνο που… τρώει τα παιδιά του. Κι αν δεν τα τρώει ολόκληρα, ξεσκίζει τις σάρκες και τις αξίες τους, τους φέρεται σαν να είναι τέκνα άφιλα και ξένα, αλλόδοξα και μολυσμένα από μια ιδιότητα που ουδέποτε τους διδάχθηκε, αλλά από μόνα τους αυτά τα παιδιά διέκριναν την ιδιότητα του πολίτη ως κάτι καλό και την υιοθέτησαν· ανατράφηκαν με αξιοπρέπεια, χρηστότητα και ήθος και είδαν την Ψωροκώσταινα ως κοινότητα και μητρίδα, παρά σαν ευκαιρία για πλιάτσικο και γιουρούσι.
Προτείνω πάντα το διδακτικό ανάγνωσμα του αγαπημένου γερμανού συγγραφέα Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811). Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του εμπόρου Χανς Κόλχαζε, ο οποίος κίνησε τον Οκτώβριο του 1532 να πάει στη Λειψία να πουλήσει άλογα, αλλά κάποιος ντόπιος ευγενής τού κατέσχεσε αυθαιρέτως δύο άτια ως τέλος διέλευσης από τη Σαξονία. Η πολιτεία απέρριπτε αλλεπάλληλα το δίκαιο αίτημά του να αποζημιωθεί και ο νομοταγής πολίτης έμπορος μεταμορφώθηκε σε αυτόκλητο τιμωρό παίρνοντας τον νόμο στα χέρια του, vigilante τους λέει το Χόλιγουντ, σκορπίζοντας την εγκληματική εκδίκησή του μέχρι να δικαιωθεί μεν, αλλά να εκτελεσθεί δημοσίως δε. Η ιστορία του Κόλχαζε ενέπνευσε τον εκλεκτικό Φον Κλάιστ να γράψει το 1808 τη σπουδαία νουβέλα «Μίκαελ Κόλχαας», σε δουλεμένη απόδοση στα ελληνικά από τον Θεόδωρο Παρασκευόπουλο (Ερατώ, 2010). Ο Φραντς Κάφκα (1883-1924) έλεγε πως δεν μπορούσε να σκεφτεί αυτό το έργο χωρίς να ενθουσιαστεί ή να δακρύσει· ισχύει!
Η εν λόγω νουβέλα με φόντο την υπό διαμόρφωση νεωτερική κοινωνία των πριγκιπάτων της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, έναν αιώνα πριν από το ορόσημο της Συνθήκης της Βεστφαλίας (1648), αποδίδει γλαφυρά την αδικία που υφίσταται ένας πολίτης και την εκδικητική προσπάθεια να βρει απελπισμένα το δίκιο του μέσω της προσωπικής εξέγερσής του εναντίον του κράτους. Ο κιμπάρης Κόλχαας κατέληξε στο πλιάτσικο και στο γιουρούσι, αφού δεν έβρισκε το δίκιο του με νόμιμα μέσα. Αυτό, λοιπόν, υποδεικνύει το κράτος μας; Να νιώθουμε ξεφτίλες και να φοροδιαφεύγουμε; Πώς μας δηλώνει τη θεσμική ακεραιότητά του ώστε να το εμπιστευτούμε επιτέλους;
Οσο το κράτος αλληθωρίζει μπροστά στους μπαταξήδες, χαϊδεύει σε ερωτογενείς περιοχές τους καταχραστές και χαρίζεται πρόστυχα στους κάθε λογής πελάτες του, ο έντιμος μπεσαλής πολίτης θα παραμένει ταλαίπωρος και συνάμα ένα είδος πολίτη με υπερεθνικά χαρακτηριστικά, δηλαδή υποδειγματικός και δικαίως περήφανος κιμπάρης… χωρίς πατρίδα.