«Η σκακιέρα του Μπέρτολτ Μπρεχτ»
Στις 14 Αυγούστου 1956 εγκατέλειψε τα εγκόσμια, κυνηγημένος όσο λίγοι που υπηρέτησαν τον 20ό αιώνα την παγκόσμια θεατρική και εν γένει λογοτεχνική παραγωγή, μια από τις σημαντικότερες, ιδιαίτερες, αμφιλεγόμενες, αλλά και πρωτοποριακές προσωπικότητες: ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Θεμελιωτής του όρου «επικό θέατρο» έγραψε μεγάλα θεατρικά κείμενα, σπουδαία ιδεολογικά και καίρια πολιτικά.
Τον Αύγουστο του 1981, τιμώντας τα 25 χρόνια από την εκδημία του, έγραψα στο «ΒΗΜΑ» μια επιφυλλίδα, αποσπάσματα της οποίας επιτρέψτε μου να ξαναεκθέσω σήμερα σε αυτή τη φιλόξενη σελίδα: «Ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν, ένας από τους βαθύτερους μελετητές του έργου του Μπρεχτ, σημειώνει στο ημερολόγιό του από το Σβένμποργκ, όπου και οι δύο είχαν καταφύγει ύστερα από τον διωγμό των χιτλερικών: “12 Ιουλίου 1934: χθες, ύστερα από μια παρτίδα σκάκι, ο Μπρεχτ δηλώνει: Αν έρθει ποτέ ο Korsch, θα πρέπει να οργανώσουμε μαζί του ένα καινούργιο παιχνίδι, ένα παιχνίδι που οι “κινήσεις” δεν θα είναι καθορισμένες και σταθερές. Η παρτίδα θα αλλάζει λειτουργία, όταν οι θέσεις παραμένουν για λίγο στην ίδια περιοχή: τότε είναι που γίνονται ή πολύ ισχυρές ή πολύ αδύνατες. Δεν θα μοιάζει με τούτο το παιχνίδι που κάνουμε, που μένει για πολύν καιρό απαράλλαχτο».
Ο Korsch, βέβαια, ήταν ο γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος που αντιδικούσε τότε με τον Γκέοργκ Λούκατς, με τον οποίον ο Μπρεχτ βρέθηκε σε αντίθεση. Από ό,τι ξέρω, η εγγραφή αυτή του Μπένγιαμιν δεν έχει προσεχθεί ιδιαίτερα από τους μελετητές του Μπρεχτ. Σκέπτομαι πως, αν μόνο αυτή η σκέψη είχε διασωθεί από μια πιθανή καταστροφή όλου του μπρεχτικού έργου, θα ήταν αρκετό να συναγάγουμε το συμπέρασμα πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας ΜΑΝΙΚΟΣ της διαλεκτικής, δηλαδή ένας μανιακός αντιδογματικός. Και βέβαια η παρατήρησή του δεν αφορά το σκάκι. Είναι μια οξεία ματιά πάνω στο πρόβλημα της ιστορίας και στις διαδικασίες της, ύστερα είναι ένα σχόλιο πάνω στην τέχνη, και ιδιαίτερα πάνω στο θέατρο. Το πρόβλημα, βέβαια, εδώ δεν είναι, αν ο κόσμος και η ιστορία είναι ένα παίγνιον. Από τον Ηράκλειτο («Αιών παις παίζων πεσσεύων») ως τον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο, και από τον Πυθαγόρα ως τον Αισχύλο και από τον Πλάτωνα ως τον Λάιμπνιτς και τον Χέγκελ και μέχρι τον Μαρξ, ο κόσμος είναι οργανωμένος κατά το εικός και το αναγκαίον με βάση ένα σχέδιο, ανεξάρτητα αν οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία του βρίσκονται μέσα ή έξω από τα πράματα.
[…] Ο Μπρεχτ βρίσκεται στο κέντρο της διαμάχης που ξέσπασε ανάμεσα στην ευκλείδεια και μη ευκλείδεια αξιωματική, ανάμεσα στη νευτώνεια και στη μη νευτώνεια φυσική, ανάμεσα στον Ντετερμινισμό και στην Απροσδιοριστία του Ντε Μπρέιγ και του Χάιζεμπεργκ. Είναι η εποχή που το παιχνίδι με τους σταθερούς και απαραβίαστους κανόνες αρχίζει να κλονίζεται και τη θέση του να παίρνει ένα άλλο παιχνίδι που καθορίζεται από τη συγκεκριμένη θέση, τη σχετική οπτική γωνία και τη συνθήκη. Η δουλειά, βέβαια, του Μπρεχτ ήταν η ποίηση και το θέατρο και δεν θα εκπλαγεί κανένας, όταν διαπιστώσει πως το ανατρεπτικό αυτό παιχνίδι το μεταφέρει στα έργα του. Δεν δίσταζε να «κλέβει» γνωστά έργα, έκλεβε από ένα σύστημα μια ορισμένη πλοκή, έστω ένα πλέγμα καθορισμένων σχέσεων, για να αποκαλύψει ένα άλλο σύστημα. Χρησιμοποιούσε μια υπόθεση από το κατεστημένο θέατρο, όπου οι σχέσεις παράγονταν από μια σειρά καθορισμένων κανόνων και άλλαζε τις διαδικασίες, παρουσιάζοντας τις ισχυρές ή αδύνατες θέσεις κάποιων καταστάσεων ή άλλαζε τους κανόνες συμπεριφοράς. Ετσι μπορούσε να νοηθεί η έννοια του μη Αριστοτελισμού του. Τα έργα του είναι αντιτραγικά, γιατί, αντί τα πρόσωπα, ως ήρωες, να δημιουργούν τις συνθήκες, πλάθονταν (ως αντιήρωες) από τις συνθήκες. […] Ο Μπρεχτ φαίνεται να πιστεύει πως το παιχνίδι που γίνεται με προκαθορισμένους κανόνες είναι σε τελευταία ανάλυση πλαστό, αφού έχει τέλος, δηλαδή σκοπό.
Οι όποιες αντιφάσεις αίρονται από τους κανονισμούς και δεν είναι, παρά κατασκευασμένες. Το θέατρο του Μπρεχτ δεν αναπτύσσει μια πράξη, αλλά παρουσιάζει, ΔΕΙΧΝΕΙ καταστάσεις πραγμάτων, κάθε κατάσταση πραγμάτων δείχνεται με gestus, με στάσεις, με χειρονομίες. Κάθε ΣΤΑΣΗ είναι μια ισχυρή ή μια αδύναμη ΘΕΣΗ που προκαλεί την αλλαγή. […] Ο Μπρεχτ, γράφει πάντα ο Μπένγιαμιν, είχε καρφωμένη μια ταμπέλα στο γραφείο του που έγραφε «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ». Πάνω στα τραπέζι είχε ένα μικρό ξύλινο γαϊδουράκι που κουνούσε πέρα-δώθε το κεφάλι του. Ο Μπρεχτ είχε κρεμάσει στον λαιμό του ζώου μια άλλη ταμπέλα που έγραφε «ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΚΙ ΕΓΩ».