Η Ελλάδα χάνει μόνη τους συμμάχους της
Είναι στοιχειώδες και έχει επισημανθεί από εδώ πλήθος φορές: ουδείς συνάπτει συμμαχίες με κράτη που δεν επιθυμούν να υπερασπίσουν τα ίδια τα συμφέροντά τους, αλλά είναι διαρκώς έτοιμα για υποχωρήσεις. Η αξιοπιστία στις διεθνείς σχέσεις είναι εξίσου σημαντική έναντι των δυνητικών συμμάχων όσο και έναντι όσων τα επιβουλεύονται. Αλλιώς, οι όποιοι σύμμαχοι γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να επενδύσουν σε κράτη ως στρατηγικούς εταίρους ακόμα και αν το επιθυμούν, κάτι που εκ των πραγμάτων τους οδηγεί νομοτελειακά είτε στην αποστασιοποίηση, είτε, σε τόσο κρίσιμα σημεία του κόσμου, στην πεποίθηση ότι είχαν επιλέξει τον λάθος συνομιλητή μιας συγκρουσιακής πραγματικότητας.
Και τον αλλάζουν. Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές στην ελληνοτουρκική ιστορία. Και αυτό ακριβώς το πρόβλημα αντιμετωπίζει σήμερα σε εξέλιξη πλήρους φάσματος η Ελλάδα, αφού δεν συμβαίνει σε ένα αλλά σε τρία μέτωπα ταυτόχρονα, όλα εξαιρετικά μεγάλης σημασίας.
Το πρώτο, αφορά στην υπόθεση της πόντισης του καλωδίου διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, στο οποίο εμπλέκεται η γαλλική εταιρεία Nexans, η οποία γνωστοποίησε την άμεση αποχώρησή της από το έργο έπειτα από τα όσα συνέβησαν μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα σχετικά με τις προκαταρκτικές έρευνες του εντεταλμένου ιταλικού σκάφους «levoli Relume»: η Ελλάδα έκανε άτακτα πίσω σε όλες τις (απολύτως αναμενόμενες) τουρκικές προκλήσεις, οι οποίες έφτασαν ακόμα και στην είσοδο τουρκικών μονάδων στα ελληνικά χωρικά ύδατα σε γεγονότα που εξελίχθηκαν περισσότερες από μία φορά.
Οι σχετικές επιπλοκές είναι πολύ μεγάλες, περιλαμβάνουν δε και σοβαρές οικονομικές ρήτρες. Και, όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι τόσο η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος, διατηρούν άριστες σχέσεις με τη Γαλλία, η οποία επενδύει στρατηγικά και στις δύο χώρες! Πρόκειται για πολύ βαριά ήττα και, αν μη τι άλλο, δεν θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει ακόμα τίποτα αφού η κυβέρνηση ήταν εντελώς πρόχειρη και ανέτοιμη για τα αυτονόητα.
Το δεύτερο, συναφές και εξίσου, αν όχι βαρύτερο, αφορά στη νομοτελειακά πλέον διαφαινόμενη αλλαγή στάσης της Αιγύπτου έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας: σε μία ιστορικής σημασίας επίσκεψη, ο αιγύπτιος πρόεδρος Σίσι αναμένεται στις 4 Σεπτεμβρίου στην Αγκυρα – και αυτό είναι κάτι που αφενός δεν έχει συμβεί τυχαία και «μόνο του» και αφετέρου, κατά πάσα πιθανότητα, δεν μπορεί να αφήνει ανεπηρέαστη τη στάση της Αιγύπτου έναντι του παράνομου μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης για την ΑΟΖ. Αν πράγματι, λοιπόν, η Αίγυπτος αλλάξει στάση επί του ζητήματος, βλέποντας μία Ελλάδα που δεν είναι έτοιμη όπως έδειξε (και) το πιο πάνω γεγονός να υπερασπιστεί τις επιλογές της, το πλήγμα θα είναι βαρύτατο για τη χώρα. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η προαναγγελία αυτής της επίσκεψης γίνεται με την Αγκυρα και το Κάιρο να έχουν ακόμα ανοικτή μια τόσο μεγάλη διαφορά.
Το τρίτο, έχει να κάνει με την υπόθεση των αμερικανικών αεροσκαφών F35. Πληροφορίες που δημοσιεύονται στον (κυβερνητικά ελεγχόμενο) τουρκικό Τύπο, κάνουν λόγο για πιθανή συμφωνία αποθήκευση των ρωσικών S400 της Τουρκίας με αντάλλαγμα την επανένταξή της στο πρόγραμμα των F35. Αν και αυτό δεν είναι απλό, υπάρχει σειρά ενδείξεων ότι πρόκειται για όντως πιθανή εξέλιξη που κάθε άλλο παρά μπορεί πλέον να αποκλειστεί, όπως έδειξαν και λίαν «αμυντικές» δηλώσεις φιλικών προς την Ελλάδα αμερικανών γερουσιαστών, ή η πλήρως ηττοπαθής πλέον σιωπή των μέχρι πρόσφατα λαλίστατων ενδιαφερομένων φορέων από την ελληνική ομογένεια, αλλά και γεγονότα όπως η προ ημερών κοινή αεροναυτική αμερικανοτουρκική άσκηση στην Ανατολική Μεσόγειο που η διεξαγωγή της κρατήθηκε μυστική. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η κυβέρνηση εκτέθηκε με τον πιο ακραίο τρόπο όταν ψευδώς, όπως ήδη αποδείχθηκε, διατυμπάνιζε ότι έχουν τεθεί πρόσθετοι ειδικοί όροι από αμερικανικής πλευράς για τη συμφωνία των τουρκικών F16. Η αξιοπιστία της έχει εκμηδενιστεί.