Τα 6 «κλειδιά» για σύνταξη με διαδοχική ασφάλιση
Η διαδοχική ασφάλιση (ασφάλιση σε δύο και άνω ασφαλιστικά ταμεία), η υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η αξιοποίηση της διαδικασίας για να απονεμηθεί με ταχύτητα η σύνταξη, αποτελούν κρίσιμα ζητήματα για χιλιάδες υποψήφιους συνταξιούχους. Τονίζεται ότι στην έκδοση συντάξεων με διαδοχική ασφάλιση καταγράφονται καθυστερήσεις εξαιτίας της αλληλογραφίας των Ταμείων για τους χρόνους που έχουν οι ασφαλισμένοι. Στην περίπτωση αυτοαπασχολουμένων που έχουν επικουρική ως μη μισθωτοί και ως μισθωτοί, η απόφαση καθυστερεί περισσότερο, διότι στα επικουρικά Ταμεία των μη μισθωτών (δικηγόρων και μηχανικών) προηγείται έλεγχος περί ύπαρξης οφειλών που παίρνει από 2 έως και 6 μήνες
Οι ασφαλισμένοι πρέπει να γνωρίζουν ότι οι διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης τίθενται εν ισχύι μόνο όταν επέλθει ο λεγόμενος «ασφαλιστικός κίνδυνος», δηλαδή το γήρας ή αναπηρία ή ο θάνατος. Θεωρείται κρίσιμο ζητούμενο για να επιταχυνθεί η διαδικασία απονομής μιας σύνταξης που υπόκειται σε καθεστώς διαδοχικής ασφάλισης, να μπορούν να εντοπιστούν τα ένσημα του ασφαλισμένου. Γι’ αυτό και ο ΕΦΚΑ προτείνει, τουλάχιστον δύο χρόνια πριν από τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ο ασφαλισμένος να υποβάλλει αίτημα υπολογισμού των ενσήμων του, ώστε να μπορούν οι αρμόδιες υπηρεσίες να ελέγξουν τον φάκελό του.
Τα μυστικά
Τα «μυστικά» σχετικά με τη συνταξιοδότηση με διαδοχική ασφάλιση είναι τα εξής:
Η διαδοχική ασφάλιση είναι η ασφάλιση που πραγματοποιήθηκε έως τις 31/12/2016 σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα και σε διαφορετικούς φορείς, τομείς ή λογαριασμούς που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι από το 2017, και καθώς όλα τα Ταμεία συγχωνεύθηκαν υπό την ομπρέλα του ΕΦΚΑ, ισχύει η παράλληλη ασφάλιση.
Το «κλειδί» που ανοίγει την πόρτα της διαδοχικής ασφάλισης θεωρείται η κατανόηση της διάταξης που ορίζει ότι κατά την εφαρμογή των διατάξεων δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μέρους του χρόνου ασφάλισης που έχει διανυθεί σε έναν φορέα, τομέα, λογαριασμό ή κλάδο. Απαιτείται δηλαδή ο συνυπολογισμός του συνόλου του χρόνου.
Η εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης θα πρέπει να δηλώνεται κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης στον τελευταίο φορέα και έχει διττό αποτέλεσμα: α) ως προς το θέμα της θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και β) ως προς το ύψος της δικαιούμενης ανταποδοτικής και εθνικής σύνταξης, που υπολογίζεται με βάση τον διανυθέντα (και δηλωθέντα) σε όλους τους φορείς χρόνο ασφάλισης.
Η χρήση των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης δεν είναι υποχρεωτική για τους χρόνους που έχουν πραγματοποιηθεί έως 31/12/2016.
Ωστόσο, δεν είναι δυνατή η μερική άσκηση του δικαιώματος, η προσμέτρηση δηλαδή μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση κάθε ενταχθέντος φορέα.
Για να χορηγηθεί σύνταξη με βάση τις διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση θα πρέπει ο ασφαλισμένος στην ασφάλιση του τελευταίου ενταχθέντος στον e-ΕΦΚΑ φορέα να έχει πραγματοποιήσει:
– Για λήψη σύνταξης λόγω γήρατος, 1.000 ημέρες ασφάλισης συνολικά, από τις οποίες 300 ημέρες την τελευταία πενταετία πριν από την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης ή πριν από τη διακοπή της ασφάλισης.
– Για λήψη σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου, 600 ημέρες ασφάλισης οποτεδήποτε πριν από τη διακοπή της δραστηριότητας ή απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης ή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου για τις συντάξεις λόγω αναπηρίας ή θανάτου, και να πληρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας του τελευταίου ενταχθέντος φορέα με ολόκληρο τον χρόνο της διαδοχικής ασφάλισης.
Απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να διαβιβάσει ο τελευταίος φορέας στον προηγούμενο το αίτημα συνταξιοδότησης είναι:
– Ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας που προβλέπει η νομοθεσία του τελευταίου ενταχθέντος φορέα. Για τους αυτοτελώς απασχολουμένους ή ελεύθερους επαγγελματίες, όριο ηλικίας διαβίβασης έχει οριστεί το 60ό έτος της ηλικίας και για τους ασφαλισμένους του τ. ΟΓΑ το 67ο.
-Ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας να έχει κριθεί ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας το οποίο προβλέπεται από τη νομοθεσία.