Τσουκαλάς
Είπε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στον επικήδειο λόγο για τον φίλο του, τον Κώστα Σημίτη.
«O αδελφικός μου φίλος Nίκος Πουλαντζάς ήρθε και με βρήκε και μου είπε έλα θα παίξουμε ποδόσφαιρο και θα γνωρίσεις ένα εξαιρετικό παιδί, τον Κώστα Σημίτη. Και παίξαμε ποδόσφαιρο στην πλατεία Δεξαμενής και έτσι άρχισα να συναγελάζομαι με τον Κώστα Σημίτη. Αυτό ήταν μια αρχή που δεν οδηγούσε πουθενά. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η υπό δημιουργία παρέα θα διαλυόταν κατά έναν περίεργο τρόπο. Ο μεν Πουλαντζάς αυτοκτόνησε από το σπίτι μου, ο Σημίτης έγινε πρωθυπουργός κι εγώ βρίσκομαι μετά από 50-60 χρόνια να τον αποχαιρετήσω αλλά μαζί και μια ολόκληρη εποχή και έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια».
Είναι από τα πιο τρυφερά και συνάμα πιο σπαρακτικά λόγια που άκουσα τον τελευταίο καιρό. Γιατί έχουν μέσα τους εκείνη τη ματαίωση που αισθάνεσαι όταν βλέπεις τη ζωή να απομακρύνεται κλεμμένη από τον χρόνο. Ο Τσουκαλάς γίνεται πάλι εκείνο το παιδί που έπαιξε ποδόσφαιρο στη Δεξαμενή μαζί με τον Σημίτη και τον Πουλαντζά. Κατά βάθος, ο ίδιος το ξέρει καλύτερα, είναι σε όλη του τη ζωή εκείνο το παιδί που απλώς υποδύεται διαφορετικούς ρόλους. Οι καλοί φίλοι μας, δηλαδή η οικογένεια που εμείς διαλέγουμε, είναι οι πάσσαλοι που πάμε και δένουμε τη σκηνή μας. Λένε ότι όταν ο χρόνος περνά και το γήρας αρχίζει να καταλαμβάνει τον άνθρωπο, οι αναμνήσεις γίνονται γλυκό ποτό. Οι πιο καλές είναι το νέκταρ που αραιώνει την πίκρα από το στόμα. Ομως όταν αποχαιρετάς τόσο στενούς φίλους, μαζί με τον πόνο έρχεται και ο φόβος που σε τυλίγει. Τι να σκέφτεται, άραγε, ο Τσουκαλάς ως ο τελευταίος από εκείνη την παρέα της Δεξαμενής; Να αισθάνεται μόνο οδύνη; Αναπολεί τις στιγμές που έζησαν ή θρηνεί για εκείνες που χάθηκαν; Τρεις φίλοι έπαιξαν κάποτε ποδόσφαιρο στη Δεξαμενή. Ο ένας έπεσε στο κενό από το σπίτι του φίλου του. Ο άλλος συνδέθηκε με την Ιστορία και έφυγε με τιμή και χειροκρότημα. Και ο τρίτος έμεινε μόνος με μία παλιά μπάλα ποδοσφαίρου στο χέρι.