Ατομικές ευθύνες και συλλογικές εμμονές
Θεωρώ ότι, έστω και με μικρές παραλλαγές, οι περισσότεροι το έχουμε ακούσει από τους γονείς μας στην παιδική μας ηλικία, κάποιοι μάλιστα μπορεί και να το έχουμε πει στα δικά μας παιδιά. Η μάνα μου πάντως μου το έλεγε όταν, στη θάλασσα, ξανοιγόμουν στ’ ανοιχτά χωρίς κουλούρα. «Πρόσεχε, γιατί άμα πνιγείς, θα σε σκοτώσω». Μια αντίφαση στα όρια της λεκτικής φάρσας που εκφράζει όμως την αγάπη, τη φροντίδα, το νιάξιμο του γονιού. Οταν όμως το λένε γονείς ή στενοί συγγενείς.
Θυμήθηκα αυτή τη φράση με αφορμή την περιπέτεια του 23χρονου που χάθηκε κάνοντας snowboard (αν το λέω σωστά διότι δεν το έχω με τα sports d’ hiver) στο Σέλι. Το παλικάρι θέλησε να κάνει διαδρομή εκτός πίστας, χάθηκε, κατόρθωσε να επιβιώσει ένα 24ωρο μέσα στο ψοφόκρυο χάρη στη στρατιωτική του εκπαίδευση, την ψυχραιμία του και τα εφόδια που είχε μαζί του και βρέθηκε την επόμενη μέρα από τους διασώστες αφού είχε προηγηθεί, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, επιχείρηση διάσωσης με ελικόπτερα, ειδικές ομάδες και όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Μέχρι να βρεθεί, στα σόσιαλ μίντια όπου οι χρήστες παίρνουν κάθε υπόθεση εντελώς προσωπικά και αισθάνονται υποχρεωμένοι να καταθέσουν ό,τι τους περισσεύει (πόνο, αγωνία, θυμό, οργή), έκαναν «δεήσεις» για το παιδί, έβαζαν τα ανάλογα emoticons, κάποιοι έβριζαν το κράτος γιατί έτσι έχουν μάθει να κάνουν, τέλος πάντων, το παλικάρι βρέθηκε σώο και αβλαβές.
Και τότε ήρθε όλο τούμπα. Και γιατί το λέμε «παιδί» αφού είναι μαντράχαλος 23 ετών και γιατί να κάνει snowboard μόνος του αφού δεν ξέρει τι του γίνεται και είναι ανεύθυνος και είναι επιπόλαιος και γιατί έκανε αυτό και γιατί δεν έκανε το άλλο και «Πού πας ρε Καραμήτρο» και «Είχατε και στο χωριό σας snowboard;» και άλλα τέτοια. Αλλά και χειρότερα. Λεπτομερείς αναλύσεις για το πόσο κόστισαν τα ελικόπτερα που σηκώθηκαν για να ψάξουν τον αγνοούμενο σκιέρ και πόσο πήγε, γενικά, το «μαλλί» της επιχείρησης και κάτι σαν ορκωτοί λογιστές σε εντεταλμένη υπηρεσία. Με κλασική και απαραίτητη επωδό «Και όλα αυτά με τα δικά μας λεφτά».
Οπα. Με ποιου λεφτά θα ήθελαν να λειτουργεί το ελληνικό κράτος; Με του Ιλον Μασκ; Οι φόροι (έμμεσοι και άμεσοι) που πληρώνουμε, δεν είναι δανεικά από την τσέπη μας. Είναι η συμμετοχή μας για την εύρυθμη λειτουργία του. Σε όσους δεν αρέσει ο τρόπος που χρησιμοποιούνται, να γίνει βουλευτής να ψηφίζει το πώς θα ξοδεύονται. Ο,τι δημόσιο (χώρος, υπηρεσία, επιχείρηση, χρήμα) μπορεί να χρησιμοποιείται από όλους ή για όλους μας, δεν μας ανήκει όμως. Τα «δικά μας λεφτά» δεν είναι ακριβώς δικά μας. Είναι σαν να μπαίνουν σε έναν κουμπαρά και από κει να ξοδεύονται ανάλογα με τις ανάγκες. Οι οποίες μπορεί να είναι κοινές – για παράδειγμα, η κατασκευή ενός δρόμου – ή ατομικές όπως η διάσωση του παλικαριού. Οταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό θα γίνουμε, αυτόματα, και καλύτεροι πολίτες.
Οταν θέλεις, μπορείς
Οταν τον Ιούνιο του 1996 πέθανε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ένας γνωστός και καλός δημοσιογράφος (δεν είναι ανάγκη να αναφέρω το όνομά του) ταξίδευε για την Αργεντινή με δημοσιογραφική αποστολή. Ενα ταξίδι που, μαζί με τις ενδιάμεσες στάσεις, έφτανε τις 24 ώρες. Με το που προσγειώθηκε στο Μπουένος Αϊρες, έμαθε για τον θάνατο του Ανδρέα. Και αμέσως, έψαξε να βρει τρόπο να επιστρέψει, αμφιβάλλω αν πρόλαβε να πάει μέχρι το ξενοδοχείο.
Ε, δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο, από τη Δευτέρα που πέθανε ο Κώστας Σημίτης έως την Πέμπτη που έγινε η κηδεία του, να βρει τρόπο ο Γιώργος Παπανδρέου να επιστρέψει από την Κίνα. Εστω και ακυρώνοντας το όποιο πρόγραμμα είχε. Που και πρωθυπουργός σε επίσημη επίσκεψη να ήταν που λέει ο λόγος, θα μπορούσε να το κάνει. Αλλωστε, λόγω του Σημίτη, έγινε ο ίδιος πρωθυπουργός. Από εκείνον παρέλαβε ένα κραταιό κόμμα και παρέδωσε αυτό που παρέδωσε.