Πρώτη φορά Αριστερά: Μνήμες κοινωνικής και πολιτικής ανάτασης
H οικονομική χρεοκοπία συμπαρέσυρε σε κατάρρευση το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, καθώς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χρεώθηκαν την ευθύνη της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε σε δημοκρατικό ανάχωμα, εμποδίζοντας την Ακροδεξιά που ξεπετάχθηκε να λειτουργήσει ως λαθρεπιβάτης της λαϊκής απόγνωσης. Η Ριζοσπαστική Αριστερά πρόβαλε ως ορθολογική εναλλακτική δυνατότητα και εξέφρασε τη νέα δημοκρατική ελπίδα. Παρά τις αντιφάσεις, τα λάθη και τις ανακολουθίες, κατόρθωσε να διαχειριστεί τα μεγάλα προβλήματα με βάση το δημόσιο συμφέρον και με σεβασμό των διεθνών συμμαχιών της χώρας, ειδικότερα, τη συμμετοχή στην ευρωζώνη.
Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ αποκτά πρόσθετη σημασία σήμερα, που η Ακροδεξιά, με αιχμή τον Τραμπ, διεκδικεί ρόλο παγκόσμιας διακυβέρνησης προωθώντας τον εθνικισμό, την ενοχοποίηση του άλλου (μετανάστη ή σεξουαλικά διαφορετικού), την καταστροφή του περιβάλλοντος και την υπονόμευση της Δημοκρατίας. Η Ακροδεξιά ανασυντάσσεται μέσα στα ερείπια του νεοφιλελευθερισμού, στις ανισότητες και στη νέα φτώχεια, τους πολέμους, την κλιματική κρίση, την απόσπαση της πολιτικής ελίτ από την κοινωνία και τον πολιτικό πατερναλισμό.
Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να βγάλει τη χώρα από τα Μνημόνια, να ρυθμίσει το χρέος, να λύσει το Μακεδονικό, να αποκαταστήσει τα δημόσια συστήματα υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας, να αποκαταστήσει κλίμα δημοκρατίας στον δημόσιο βίο και να διαχειριστεί με ανθρωπισμό και δίκαιο τη μεταναστευτική κρίση.
Η διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου έγινε κάτω από την ασφυξία που επέβαλαν οι δανειστές και ταυτόχρονα μέσα σε συνθήκες ακραίας πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς η αντιπολίτευση είχε επιλέξει τη γραμμή της «αριστερής παρένθεσης». Δεν δίσταζε μάλιστα να ζητωκραυγάζει «Βάστα γερά, Γερούν». Αιφνιδιασμένη η κυβέρνηση οχυρώθηκε πίσω από την πολιτική πόλωση.
Το δημοψήφισμα υπήρξε η ύστατη επιλογή. Ηταν η τελευταία καταφυγή της διαπραγμάτευσης προκειμένου να δημιουργηθεί ένα εσωτερικό κοινωνικό μέτωπο ως αντίβαρο στην αδιαλλαξία των δανειστών. Η λαϊκή ανταπόκριση υπήρξε απρόσμενα μεγάλη. Η συγκινητική λαϊκή συμμετοχή στις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις ήταν η τελευταία έκλαμψη συλλογικού πάθους στη χώρα μας. Η επιβολή των capital controls αντιμετωπίστηκε με κοινωνική υπευθυνότητα. Η συμμετοχή στις κάλπες έφτασε στο 62,5%, ποσοστό που έκτοτε δεν επαναλήφθηκε. Η γνησιότητα του αποτελέσματος δεν αμφισβητήθηκε.
Η κοινωνική σύνθεση του ΟΧΙ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πολίτες των λαϊκών τάξεων αλλά και της εκπεσούσης λόγω των μνημονίων μεσαίας τάξης, νέοι που η ζωή τους είχε υποθηκευτεί, πολίτες που αναζητούσαν αξιοπρέπεια. Παρά την ελληνική ιδιομορφία, αυτή η λάμψη κινητικότητας δεν ήταν περιορισμένο ελληνικό φαινόμενο. Είχαν προηγηθεί σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, εκεί όπου οι δανειστές αντιμετώπιζαν τους λαούς ως «PIGS» λαϊκές κινητοποιήσεις σε αντίθεση με την κυρίαρχη πολιτική τάξη που προωθούσε σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα. Ωστόσο μόνο στην Ελλάδα αυτή η πολιτική κρίση οδήγησε την Αριστερά στην κυβέρνηση.
Στη μάχη για το δημοψήφισμα κορυφώθηκε η εσωτερική αντιπαράθεση όταν το παλαιό πολιτικό προσωπικό, σε πλήρη ταύτιση με τα μέσα ενημέρωσης που λειτουργούσαν με όρους πολεμικών ανακοινωθέντων, κινδυνολογούσαν. Μαζί τους δυστυχώς και συνδικαλιστικοί ή αυτοδιοικητικοί φορείς ελεγχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ, όπως η ΓΣΕΕ, ο Δήμος της Αθήνας και άλλοι. Με τη συνδρομή αυτών που συμμάχησαν με τη Δεξιά και έκτοτε αποκαλούνται «Ακραίο Κέντρο». Δεν κατόρθωσαν όμως να κλείσουν την παρένθεση. Καθώς το ΟΧΙ με 61,3% είχε διπλούς παραλήπτες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Την ανάταση του δημοψηφίσματος διαδέχθηκε σύντομα ο σκεπτικισμός μπροστά στο πραξικόπημα που επιχείρησαν οι δανειστές. Φυσικό επακόλουθο ήταν ο αναγκαίος συμβιβασμός να προκαλέσει μούδιασμα ή και απογοήτευση σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Ωστόσο δεν υπήρξε ανατροπή όπως φάνηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Η χρεοκοπία του παρελθόντος αποδείχθηκε ισχυρότερη από την απογοήτευση του παρόντος. Και αυτό επιβεβαιώθηκε στις εκλογές του 2019 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε με το υψηλό ποσοστό 31,5%. Αντίθετα, στις εκλογές του 2023, αν και αντιπολίτευση, καταβαραθρώθηκε στο 18%.
Είχε προηγηθεί η πανδημία και οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν πολιτικές χρηματοδότησης της οικονομίας και μερικής αμοιβαιοποίησης του χρέους κάτι που είχαν αρνηθεί ως διέξοδο για την Ελλάδα. Αυτό που πρόσφατα ομολόγησε η ίδια η Μέρκελ στο βιβλίο της, αποκαλύπτοντας ότι στην αρχή της κρίσης ήταν αυτή και η γερμανική κυβέρνηση που απέρριψαν την έκκληση της Γαλλίας και άλλων χωρών καθώς και της ΕΚΤ (Τρισέ) να στηριχθεί η Ελλάδα.
Ο Νίκος Φίλης είναι μέλος της ΚΕ της Νέας Αριστεράς, πρώην βουλευτής και υπουργός Παιδείας