Ζήτημα εμπιστοσύνης
Σε εποχή στην οποία αποτελεί παράδειγμα πολιτικής επιτυχίας ο 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και καθίσταται όλο και πιο εμφανής η διάσταση μεταξύ εκείνων που αποφασίζουν και εκείνων που υφίστανται τις αποφάσεις, ένα μεγάλο αίτημα, και ένα μεγάλο πρόβλημα, συνδέεται με την εμπιστοσύνη έναντι των θεσμών, ιδίως έναντι των κυβερνήσεων. Το αίτημα και το έλλειμμα εμπιστοσύνης δεν αφορά τόσο στις κυβερνητικές επιδόσεις, όσο στον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Δεν έχει επίκεντρο αποφάσεις και επιλογές, αλλά στάση έναντι των κοινωνιών. Δεν ταυτίζεται με την «εικόνα» που βγάζει προς τα έξω ένας ηγέτης ή μια ηγετική ομάδα, αλλά με τη δημοκρατική ουσία, όπως την αντιλαμβάνεται η πλειοψηφία των πολιτών: σύλληψη και αξιολόγηση των προβλημάτων, λογοδοσία, ενσυναίσθηση. Ετσι νοούμενη, η εμπιστοσύνη δεν ταυτίζεται ούτε απεικονίζεται σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα, ή και σε περισσότερα: μια «ομάδα που κερδίζει» μπορεί να χάσει ανά πάσα στιγμή, ίσως και αμετάκλητα, την εμπιστοσύνη. Ούτε εξαρτάται ή «διορθώνεται» από κατόπιν εορτής διοικητικά και διαχειριστικά μέτρα ή με μετάθεση της ευθύνης: το να λέγεται, για παράδειγμα, ότι μια κυβέρνηση οφείλει να μείνει αδρανής «μέχρι να αποφανθεί η Δικαιοσύνη» δείχνει όχι μόνο παρανόηση της διάκρισης των λειτουργιών – που επιτάσσει η κάθε εξουσία να κινείται μέσα στο δικό της χώρο και όχι να μην κινείται καθόλου μέχρι να κινηθεί κάποια άλλη – αλλά και αγνόηση της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής: κάθε κυβέρνηση δεν είναι μόνο εκφραστής της λαϊκής βούλησης, είναι και υπόλογος, τουλάχιστον για εξήγηση, έναντι του λαού, ακόμα και για τα ζητήματα που δεν δημιούργησε αποκλειστικά η ίδια.
Το πρόβλημα εμπιστοσύνης, διαρκώς παρόν κάτω από την επιφάνεια, ορμητικό όταν συμβαίνουν γεγονότα με μεγάλη κοινωνική φόρτιση και μεγεθυμένο από τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, είναι παγκόσμιο. Μοιάζει άλυτο, σχεδόν αναγκαίο κακό, σε χώρες και πολιτικά συστήματα είτε με έντονο αυταρχισμό, είτε με μεγάλη πόλωση μεταξύ των προσώπων και των κομμάτων που κυβερνούν και των άλλων, οπότε η δυσανεξία και η πόλωση διαχέονται μοιραία και εντός των κοινωνιών. Τρανό παράδειγμα οι σημερινές ΗΠΑ, αλλά και ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες κυβερνούν ή «απειλούν» να κυβερνήσουν «αντισυστημικές» ή θεωρούμενες ως αντιδημοκρατικές δυνάμεις: Ιταλία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Αυστρία, αν συγκροτηθεί ακροδεξιά κυβέρνηση. Εμφανίζεται, όμως, και σε «κανονικές» χώρες, ιδίως όταν περνούν πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές αναταράξεις. Πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η Γαλλία, στην οποία ο γενικός δείκτης εμπιστοσύνης βρίσκεται στο 30%, ενώ οι βασικοί χαρακτηρισμοί των πολιτών για την κατάσταση στη χώρα τους είναι «δυσπιστία» (38%), «δημοκρατική κόπωση» (36%), «δυσθυμία» (26%). Ακόμα χειρότερη, δηλαδή πιο απαισιόδοξη, είναι η αντιμετώπιση των πολιτών στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, την Τσεχία, το Ηνωμένο Βασίλειο – χώρες με αναγνωρισμένα, πλην της δικής μας, κοινωνικά προβλήματα. Η τάση είναι γενικότερη: σε περσινή Εκθεση του ΟΟΣΑ, που καλύπτει 30 χώρες, το ποσοστό πολιτών με χαμηλή ή καθόλου εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή τους είναι 44%, αισθητά υψηλότερο από εκείνων που έχουν υψηλή ή μέτρια εμπιστοσύνη (33%). Οι αιτίες δεν δικαιολογείται να ξαφνιάσουν κανέναν: η προσωπική οικονομική και κοινωνική θέση (ιδίως η δύσκολη ή μειονεκτική θέση των νέων), αλλά και η αίσθηση ότι δεν υπάρχει πραγματική εναλλακτική διακυβέρνησης, ότι οι κυβερνήσεις ασχολούνται με τα επουσιώδη, συμπεριφέρονται με τρόπο όχι δίκαιο και ανέχονται, αν δεν προωθούν, τη διαφθορά. Η ελληνική κυβέρνηση θα έκανε λάθος να θεωρήσει, ιδίως σήμερα, ότι όλα αυτά δεν την αφορούν.