Η αθηναϊκή πολυκατοικία με τη ματιά ενός Γερμανού
Το 2010 ο αρχιτέκτονας Κίλιαν Σμιτς-Χιουμπς, σε ένα εκπαιδευτικό ταξίδι στην Αθήνα μαζί με τους φοιτητές του από το Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης με σκοπό τη μελέτη της αθηναϊκής πολυκατοικίας, είχε την απροσδόκητη συνάντηση με τη σύγχρονη αστική ζωή που του φάνηκε, όπως λέει στα «ΝΕΑ», «πολύ πιο ελκυστική από ό,τι το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων κατοικιών που είχαν κατασκευαστεί στη Δυτική Ευρώπη».
Καλεσμένος του Ινστιτούτου Γκαίτε, ο γερμανός αρχιτέκτονας θα παρευρίσκεται αύριο στα εγκαίνια της έκθεσης «Οι πολυκατοικίες της Αθήνας, 1930-1975. Η διαμόρφωση μιας τυπολογίας» βασισμένης στην έκδοση του βιβλίου του «Athens’ Polykatoikias 1930-1975», το οποίο πλαισιώνεται με φωτογραφίες του Δημήτρη Κλεάνθη.
«Ο τύπος της πολυκατοικίας δεν είναι η λύση για τα οικιστικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Αλλά είναι σίγουρα ένα εμπνευσμένο μοντέλο. Ας μην ξεχνάμε ότι η πολυκατοικία ήταν μια από τις τελευταίες μεγάλες αστικές τυπολογίες κατοικίας, σε μια εποχή που ο διεθνής πολεοδομικός λόγος είχε εγκαταλείψει εντελώς την εσωτερική κατοικία. Η μικρή κλίμακα, η κατασκευή σκελετού από οπλισμένο σκυρόδεμα, η πρόσβαση με ανελκυστήρα και ο συνδυασμός οικιστικών και εμπορικών χρήσεων δημιούργησαν μια απίστευτα στιβαρή και προσαρμόσιμη αστική κτιριακή μονάδα που ήταν ικανή να δημιουργήσει μια ζωντανή ζωή στην πόλη» προσθέτει ο Σμιτς-Χιουμπς.
Η έρευνά του παρουσιάζει σχέδια πολυκατοικιών από πέντε δεκαετίες συγκεντρώνοντας φωτογραφίες και αρχιτεκτονικά σχέδια που παρακολουθούν την πρωτοποριακή εξέλιξη των κύριων χαρακτηριστικών της πολυκατοικίας, όπως κατόψεις, είσοδοι και μπαλκόνια. «Για εμένα, τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά είναι η ιδέα της τριμερούς χωροθέτησης των κατόψεων σε χώρους καθιστικού, ύπνου και κουζίνας. Η διάταξη αυτή έδωσε στα διαμερίσματα λειτουργική σαφήνεια που είναι τόσο ξένη στην κατασκευή κατοικιών στη Γερμανία. Στη συνέχεια, η ιδέα της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας πρόσφερε χώρους γειτονίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης ατμοσφαιρικά φορτισμένους χάρη στον μοναδικό σχεδιασμό τους. Αλλά και οι επεξεργασμένες ιδέες για τα μπαλκόνια, που οδήγησαν τελικά στην εικόνα των στοιβαγμένων οικοπέδων στα οποία τα διαμερίσματα περιβάλλονταν συνεχώς από υπαίθριο χώρο».
Η έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού
Ποια είναι η αισθητική αξία μαζικά πολλαπλασιασμένων κατασκευών από σκυρόδεμα σε μια πόλη που δεν έχει εξελίξει τον πολεοδομικό της σχεδιασμό; «Η έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού εκ μέρους του δημοτικού συμβουλίου της Αθήνας, το οποίο αποδέχθηκε την κατεδάφιση της νεοκλασικής πόλης και επέτρεψε τη σχεδόν πλήρη υπερδόμηση των μικρών οικοπέδων με πολυώροφες πολυκατοικίες, είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής στην πόλη. Οι αρχιτέκτονες του ελληνικού μοντέρνου κινήματος είχαν ήδη προβλέψει αυτό το γεγονός από τη δεκαετία του 1930 και ζητούσαν σθεναρά την αναδιοργάνωση και ενοποίηση των μικρών αθηναϊκών οικοδομικών τετραγώνων. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι η έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού στην Αθήνα στην πραγματικότητα ενίσχυσε την αισθητική αξία της μαζικής κατοικίας. Ενώ στις δυτικοευρωπαϊκές μητροπόλεις της μεταπολεμικής περιόδου χτίζονταν μονότονοι οικισμοί – σχεδιαστικές πινακίδες στις παρυφές της πόλης, η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει αυτόν τον τύπο πολυκατοικίας μικρής κλίμακας, ο οποίος δεν μπορούσε απλώς να πολλαπλασιαστεί, αλλά προσαρμοζόταν και διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περιοχή δόμησης, την τοπογραφία και τη συνοικία. Ετσι προέκυψε αυτό το συνεκτικό και ταυτόχρονα ποικίλο αστικό τοπίο. Από αυτή την άποψη, η παραγωγή πολυκατοικιών με αντιπαροχή ήταν ένα είδος νέου λαϊκού πολιτισμού».
Οι πολυκατοικίες πρόσφεραν σε κάθε κοινωνική τάξη έναν δημοκρατικό τρόπο σύγχρονης διαβίωσης κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Για τον γερμανό αρχιτέκτονα, το αίτημα αυτό είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. «Οι υπάρχουσες πολυκατοικίες εξακολουθούν να πληρούν αυτή την απαίτηση, καθώς κατασκευάστηκαν με διαφορετικές προδιαγραφές ανάλογα με την περιοχή και έτσι απευθύνονταν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Επιπλέον, υπάρχουν σήμερα γειτονιές που έχουν εγκαταλειφθεί από τους αρχικούς κατοίκους τους και τώρα προσφέρουν στέγαση σε κοινωνικές τάξεις με χαμηλό εισόδημα που διαφορετικά δεν θα είχαν πρόσβαση σε αυτές» παρατηρεί.
Αρχιτεκτονική, μια κοινωνική τέχνη
Συνολικά, η Αθήνα «εξακολουθεί να είναι μια πόλη στην οποία όλες οι κοινωνικές τάξεις ζουν αρκετά κοντά μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά, οι νέες πολυκατοικίες που χτίστηκαν στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια είναι ως επί το πλείστον ένα πολύ αποκλειστικό μοντέλο που εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας πλούσιας πελατείας. Αυτό που λείπει σήμερα είναι τα σχέδια στέγασης στο κέντρο της πόλης για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπως αυτά που χτίζονταν παλαιότερα με την πρακτική της αντιπαροχής». Και προσθέτει: «Το κρίσιμο καθήκον για την αρχιτεκτονική σήμερα είναι να θυμόμαστε ότι η αρχιτεκτονική είναι, όπως το έθεσε κάποτε ο αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος, μια κοινωνική τέχνη, ένας κλάδος που έχει τη δύναμη να δημιουργεί χώρους για ανθρώπινη αλληλεπίδραση και συμβίωση. Μπροστά στις ολοένα και πιο πολωμένες κοινωνίες, αυτό αναθέτει στην αρχιτεκτονική μια τεράστια ευθύνη, την οποία πολύ συχνά αποφεύγει. Ειδικά στην Ελλάδα, η αρχιτεκτονική αντιμετωπίζεται κυρίως ως πολυτέλεια, ως κάτι για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα».