Πώς αλλάζει η παγκόσμια τάξη
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και σχεδόν έναν χρόνο πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης στα τέλη του 1991, ο (τότε) πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος ανήγγειλε μια «νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Τώρα, μόλις στους δύο μήνες της δεύτερης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, η Κάγια Κάλας, επικεφαλής διπλωμάτης της ΕΕ, δηλώνει ότι «η διεθνής τάξη υφίσταται αλλαγές πρωτοφανούς μεγέθους από το 1945». Ομως τι είναι η «παγκόσμια τάξη» και πώς διατηρείται ή διαταράσσεται; Στις διεθνείς υποθέσεις δεν υπάρχει μια καθολική κυβέρνηση. Με τις διευθετήσεις μεταξύ των κρατών να υπόκεινται πάντα σε αλλαγές, ο κόσμος είναι κατά μία έννοια «άναρχος». Ωστόσο, η αναρχία δεν είναι το ίδιο με το χάος. Η τάξη είναι θέμα βαθμού: μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Οσον αφορά την παγκόσμια τάξη, μπορούμε να μετρήσουμε τις αλλαγές στην κατανομή της ισχύος και των πόρων, καθώς και στην τήρηση των κανόνων που καθορίζουν τη νομιμότητα. Μπορούμε επίσης να μετρήσουμε τη συχνότητα και την ένταση των βίαιων συγκρούσεων. Μια σταθερή κατανομή της ισχύος μεταξύ των κρατών συχνά συνεπάγεται πολέμους, που αποσαφηνίζουν μια αντιληπτή ισορροπία ισχύος. Ομως οι απόψεις ως προς τη νομιμότητα του πολέμου έχουν εξελιχθεί συν τω χρόνω. Οταν ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία και κατέλαβε τα εδάφη της, ισχυρίστηκε ότι ενεργούσε σε αυτοάμυνα ενάντια στην ανατολική επέκταση του ΝΑΤΟ. Αλλά τα περισσότερα μέλη του ΟΗΕ ψήφισαν υπέρ της καταδίκης της συμπεριφοράς του και όσα δεν το έκαναν – όπως η Κίνα, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν – έχουν κοινό συμφέρον στην αντιστάθμιση της αμερικανικής ισχύος. Ενώ οι χώρες μπορούν να υποβάλουν καταγγελίες εναντίον άλλων σε διεθνή δικαστήρια, αυτά δεν έχουν την ισχύ να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους. Ομοίως, ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μπορεί να εξουσιοδοτήσει τα κράτη να επιβάλουν τη συλλογική ασφάλεια, σπάνια το έχει πράξει. Τα πέντε μόνιμα μέλη (Βρετανία, Κίνα, Γαλλία, Ρωσία και ΗΠΑ) ασκούν το καθένα βέτο και δεν έχουν θελήσει να διακινδυνεύσουν έναν μεγάλο πόλεμο. Επιπλέον, μια παγκόσμια τάξη μπορεί να γίνει ισχυρότερη ή ασθενέστερη λόγω τεχνολογικών αλλαγών που μεταβάλλουν την κατανομή της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος, εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που αλλάζουν την εξωτερική πολιτική ενός μεγάλου κράτους ή διακρατικών δυνάμεων – όπως ιδέες ή επαναστατικά κινήματα – που μπορούν να εξαπλωθούν πέρα από τον έλεγχο των κυβερνήσεων και να μεταβάλλουν τις αντιλήψεις του κοινού για τη νομιμότητα της επικρατούσας τάξης.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά η στρατιωτική ισχύς τους εξισορροπήθηκε από τη Σοβιετική Ενωση, και η κανονιστική ισχύς του ΟΗΕ ήταν αδύναμη. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991, οι ΗΠΑ απόλαυσαν μια σύντομη «μονοπολική στιγμή», μόνο για να επεκταθούν υπερβολικά στη Μέση Ανατολή, ενώ επέτρεψαν την οικονομική κακοδιαχείριση που κορυφώθηκε με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Πιστεύοντας ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε παρακμή, η Ρωσία και η Κίνα άλλαξαν τις πολιτικές τους. Ο Πούτιν διέταξε εισβολή στη γειτονική Γεωργία, ενώ η Κίνα εγκατέλειψε την προσεκτική εξωτερική πολιτική του Ντενγκ Σιαοπίνγκ υιοθετώντας μια πιο δυναμική προσέγγιση. Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας της επέτρεψε στο μεσοδιάστημα να μειώσει το χάσμα ισχύος με την Αμερική. Σε σύγκριση με την Κίνα, η αμερικανική ισχύς πράγματι μειώθηκε, όμως το μερίδιό της στην παγκόσμια οικονομία παρέμεινε γύρω στο 25%. Οσο οι ΗΠΑ διατηρούσαν ισχυρές συμμαχίες με την Ιαπωνία και την Ευρώπη, αντιπροσώπευαν πάνω από το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας, σε σύγκριση με μόλις 20% για την Κίνα και τη Ρωσία. Θα διατηρήσει η κυβέρνηση Τραμπ αυτή τη μοναδική πηγή συνεχούς αμερικανικής ισχύος ή έχει δίκιο η Κάλας ότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής; Τα έτη 1945, 1991 και 2008 ήταν επίσης σημεία καμπής. Αν οι ιστορικοί του μέλλοντος προσθέσουν στη λίστα το 2025, αυτό θα οφείλεται στην πολιτική των ΗΠΑ – ένα αυτοπροκαλούμενο τραύμα – και όχι σε κάποια αναπόφευκτη κοσμική εξέλιξη.
Ο Τζόζεφ Σ. Νάι τζούνιορ, επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και πρώην πρύτανης της Kennedy School of Government, είναι πρώην υφυπουργός Αμυνας και συγγραφέας.